Αυγή
Μπελαβίλας Νίκος
Σύντροφε Γιάννη,
Πάνε μέρες τώρα που ησυχάζει το βλέμμα, πάνω στο μπουγάζι της Σάμου, με τα πευκοδάση, τους λόφους με τις ελιές και τα θυμάρια. Όλο τον χειμώνα, μες στην καταχνιά της πρωτεύουσας, όποτε δημοσιευόταν άρθρο σου στο διαδίκτυο, το άνοιγα περιμένοντας ένα σινιάλο. Την κόκκινη σημαία σου που ανεμίζει στη Βολισσό.
Φταίει η αγάπη στα βιβλία σου (με έκανες να ανακαλύψω εκ νέου την ελληνική λογοτεχνία), η εμπιστοσύνη στην πολιτική σου γραφή, το αντάμωμα μας στα δύσκολα, στην Υπατία, στο Σύνταγμα, η φρεσκάδα ενός κειμένου που έχει γραφτεί αγναντεύοντας τη θάλασσα της Χίου. Ήθελα να σου γράψω, αλλά δεν το 'κανα τόσο καιρό. Αναρωτιόμουν αν είχες δίκιο με τη χειμωνιάτικη απαισιοδοξία σου. Ή με τις αιρετικές ελπίδες σου. Αν είναι η επιστροφή στους ευλογημένους τόπους των νησιών, η γη και οι άνθρωποί της, η φυγή από τον βούρκο της χρεωκοπημένης Αθήνας, αυτή που θα μπορούσε να μας αναστήσει. Ξαναζώντας εδώ, στα κτήματα του Παλιόκαστρου. Όπως λες και συ, με τα φρέσκα λαχανικά από τους κήπους στο μεσημεριανό πιάτο, το λάδι και τις ελιές από τα εξημερωμένα με τον κόπο του παππού λιόδεντρα, τις σφήνουρες τις ψαρεμένες στα στενά, το τυρί από τις στάνες, το πανάρχαιο σαμιώτικο μοσχάτο, την κάππαρη, το θαλασσινό αλάτι, το μαζεμένο στους γκρεμούς. Τις λεμονιές, τα κυπαρίσσια, τις συκιές, τις αγριοκληματαριές, το γιασεμί, τις λεβάντες και τα δενδρολίβανα, που δρόσισαν τις πεζούλες, μεγαλωμένα με το λιγοστό νερό και τον ήλιο. Είναι κι άλλα??? οι άνθρωποι που βοηθούν ο ένας τον άλλον στα κλαδέματα και στα χτισίματα, στο δάνεισμα των γεωργικών εργαλείων, που πια δεν πάνε επίσκεψη στα σπίτια με άχρηστα δώρα αλλά με λίγο ζυμωμένο ψωμί ή ένα πεπόνι από το μποστάνι τους, αυτοί που φροντίζουν τους πρόσφυγες όταν τους ξεβράζουν οι πόλεμοι στο νησί, οι άλλοι που φυλάνε βάρδιες όλο το καλοκαίρι για τις πυρκαγιές ή στήνουν εκδηλώσεις στο ιστορικό αρχείο, στο αρχαίο θέατρο, στις πλατείες των χωριών.
Το λες και φαίνεται να είναι αλήθεια. Εδώ είναι η ανθρωπιά, εδώ είναι η ομορφιά, εδώ κάτι συμβαίνει, καθώς όλο και περισσότεροι γυρνάνε στα χωράφια, ξαναβρίσκουν τη χαμένη αυτάρκειά τους, τη φιλία με τους γείτονές τους, τη ζωή και την ηρεμία τους. Αγρότες, ψαράδες και αστοί μαζί. Ό,τι καλύτερο, αφού αυτή τη νέα ταυτότητά τους, δεν την όρισε η μοίρα αλλά η συνειδητή επιλογή της επιστροφής. Σ' αυτούς, τα "καλά" της αστικής ζωής δεν είναι απωθημένα βαθιά στην ψυχή τους όπως ήταν πριν, για γενιές αγροτών. Ετούτοι τα γνώρισαν και τα άφησαν πίσω, φεύγοντας όσο μακρύτερα γινόταν από την καταστροφή. Ελπίζοντας -και όχι άδικα- πως θα ξαναστήσουν τη ζωή τους, πιο μετρημένα, πιο ήσυχα, με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, μακριά από τον εξευτελισμό.
Κι όμως η βουβή οργή δεν κοπάζει ούτε εδώ, Γιάννη, ούτε στα καφενεία και τα αγροκτήματα, ούτε σε εκείνα της Βολισσού, φαντάζομαι. Μήπως εδώ ο κόσμος δεν ρωτάει; Tι γίνεται, τι θα γίνει; Και εδώ κάθε οικογένεια μετρά απολυμένους η άνεργους, τα χαρτιά της εφορίας φτάνουν και εδώ στα απόμακρα σπίτια, συγγενείς και φίλοι φεύγουν πέρα από τα σύνορα. Βλέπουν στα χωριά τα βράδια τις τηλεοράσεις, απογοητεύονται, σχολιάζουν βρίζοντας.
Οι νεότεροι αρμενίζουν με τα πληκτρολόγια στις οθόνες τους, αναζητώντας ένα νέο που θα τους φέρει πίσω τη χαμένη αισιοδοξία. Περιμένουν, όλοι περιμένουν. Αναρωτιούνται αν θα συμβεί κάτι. Το περιμένουν απ' την Αθήνα. Γιατί ξέρουν ότι από πάντα, οι ιδέες γεννιούνται στις πόλεις, οι αλλαγές εκεί. Εκεί ορθώνεται η δημοκρατία μετά τις πτώσεις της, μπολιάζεται ο κόσμος με την πίστη σε ανατροπές, τολμά, εκεί γίνονται οι ξεσηκωμοί. Ας μην απογοητευόμαστε λοιπόν. Έχουμε να γυρίσουμε στις πόλεις. Η θέση μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι εκεί όπου θα δοθεί η μεγάλη μάχη. Αυτή που προσμένουν όλοι. Να τελειώνουμε. Μετά θα επιστρέψουμε στα λιόδεντρα του Αιγαίου. Ήσυχοι.
Μπελαβίλας Νίκος
Σύντροφε Γιάννη,
Πάνε μέρες τώρα που ησυχάζει το βλέμμα, πάνω στο μπουγάζι της Σάμου, με τα πευκοδάση, τους λόφους με τις ελιές και τα θυμάρια. Όλο τον χειμώνα, μες στην καταχνιά της πρωτεύουσας, όποτε δημοσιευόταν άρθρο σου στο διαδίκτυο, το άνοιγα περιμένοντας ένα σινιάλο. Την κόκκινη σημαία σου που ανεμίζει στη Βολισσό.
Φταίει η αγάπη στα βιβλία σου (με έκανες να ανακαλύψω εκ νέου την ελληνική λογοτεχνία), η εμπιστοσύνη στην πολιτική σου γραφή, το αντάμωμα μας στα δύσκολα, στην Υπατία, στο Σύνταγμα, η φρεσκάδα ενός κειμένου που έχει γραφτεί αγναντεύοντας τη θάλασσα της Χίου. Ήθελα να σου γράψω, αλλά δεν το 'κανα τόσο καιρό. Αναρωτιόμουν αν είχες δίκιο με τη χειμωνιάτικη απαισιοδοξία σου. Ή με τις αιρετικές ελπίδες σου. Αν είναι η επιστροφή στους ευλογημένους τόπους των νησιών, η γη και οι άνθρωποί της, η φυγή από τον βούρκο της χρεωκοπημένης Αθήνας, αυτή που θα μπορούσε να μας αναστήσει. Ξαναζώντας εδώ, στα κτήματα του Παλιόκαστρου. Όπως λες και συ, με τα φρέσκα λαχανικά από τους κήπους στο μεσημεριανό πιάτο, το λάδι και τις ελιές από τα εξημερωμένα με τον κόπο του παππού λιόδεντρα, τις σφήνουρες τις ψαρεμένες στα στενά, το τυρί από τις στάνες, το πανάρχαιο σαμιώτικο μοσχάτο, την κάππαρη, το θαλασσινό αλάτι, το μαζεμένο στους γκρεμούς. Τις λεμονιές, τα κυπαρίσσια, τις συκιές, τις αγριοκληματαριές, το γιασεμί, τις λεβάντες και τα δενδρολίβανα, που δρόσισαν τις πεζούλες, μεγαλωμένα με το λιγοστό νερό και τον ήλιο. Είναι κι άλλα??? οι άνθρωποι που βοηθούν ο ένας τον άλλον στα κλαδέματα και στα χτισίματα, στο δάνεισμα των γεωργικών εργαλείων, που πια δεν πάνε επίσκεψη στα σπίτια με άχρηστα δώρα αλλά με λίγο ζυμωμένο ψωμί ή ένα πεπόνι από το μποστάνι τους, αυτοί που φροντίζουν τους πρόσφυγες όταν τους ξεβράζουν οι πόλεμοι στο νησί, οι άλλοι που φυλάνε βάρδιες όλο το καλοκαίρι για τις πυρκαγιές ή στήνουν εκδηλώσεις στο ιστορικό αρχείο, στο αρχαίο θέατρο, στις πλατείες των χωριών.
Το λες και φαίνεται να είναι αλήθεια. Εδώ είναι η ανθρωπιά, εδώ είναι η ομορφιά, εδώ κάτι συμβαίνει, καθώς όλο και περισσότεροι γυρνάνε στα χωράφια, ξαναβρίσκουν τη χαμένη αυτάρκειά τους, τη φιλία με τους γείτονές τους, τη ζωή και την ηρεμία τους. Αγρότες, ψαράδες και αστοί μαζί. Ό,τι καλύτερο, αφού αυτή τη νέα ταυτότητά τους, δεν την όρισε η μοίρα αλλά η συνειδητή επιλογή της επιστροφής. Σ' αυτούς, τα "καλά" της αστικής ζωής δεν είναι απωθημένα βαθιά στην ψυχή τους όπως ήταν πριν, για γενιές αγροτών. Ετούτοι τα γνώρισαν και τα άφησαν πίσω, φεύγοντας όσο μακρύτερα γινόταν από την καταστροφή. Ελπίζοντας -και όχι άδικα- πως θα ξαναστήσουν τη ζωή τους, πιο μετρημένα, πιο ήσυχα, με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, μακριά από τον εξευτελισμό.
Κι όμως η βουβή οργή δεν κοπάζει ούτε εδώ, Γιάννη, ούτε στα καφενεία και τα αγροκτήματα, ούτε σε εκείνα της Βολισσού, φαντάζομαι. Μήπως εδώ ο κόσμος δεν ρωτάει; Tι γίνεται, τι θα γίνει; Και εδώ κάθε οικογένεια μετρά απολυμένους η άνεργους, τα χαρτιά της εφορίας φτάνουν και εδώ στα απόμακρα σπίτια, συγγενείς και φίλοι φεύγουν πέρα από τα σύνορα. Βλέπουν στα χωριά τα βράδια τις τηλεοράσεις, απογοητεύονται, σχολιάζουν βρίζοντας.
Οι νεότεροι αρμενίζουν με τα πληκτρολόγια στις οθόνες τους, αναζητώντας ένα νέο που θα τους φέρει πίσω τη χαμένη αισιοδοξία. Περιμένουν, όλοι περιμένουν. Αναρωτιούνται αν θα συμβεί κάτι. Το περιμένουν απ' την Αθήνα. Γιατί ξέρουν ότι από πάντα, οι ιδέες γεννιούνται στις πόλεις, οι αλλαγές εκεί. Εκεί ορθώνεται η δημοκρατία μετά τις πτώσεις της, μπολιάζεται ο κόσμος με την πίστη σε ανατροπές, τολμά, εκεί γίνονται οι ξεσηκωμοί. Ας μην απογοητευόμαστε λοιπόν. Έχουμε να γυρίσουμε στις πόλεις. Η θέση μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι εκεί όπου θα δοθεί η μεγάλη μάχη. Αυτή που προσμένουν όλοι. Να τελειώνουμε. Μετά θα επιστρέψουμε στα λιόδεντρα του Αιγαίου. Ήσυχοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου