Η ΕΠΟΧΗ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟ ΝΙΚΟ ΣΕΡΝΤΕΔΑΚΙ
Συζητάμε με τον πανεπιστημιακό Νίκο Σερντεδάκι για τα κινήματα και την Αριστερά του 21ου αιώνα. «Όλο το προηγούμενο διάστημα, η προσχώρηση στην αριστερά γινόταν με όρους ατομικούς, δηλαδή στρατευόσουν ως άτομο που μοιράζεται μαζί με τους άλλους μια κοινή, κυρίως ιδεολογικο-πολιτική, ταυτότητα. Εάν η αριστερά κατορθώσει να ριζώσει σε κοινότητες ανθρώπων που βιώνουν την κρίση στην καθημερινή τους ζωή,
τότε θα μπορέσει να συγκροτηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα» τονίζει ο Ν. Σερντεδάκις.
Tη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Παρατηρείται πολύ μεγάλη ρευστότητα, την οποία πρέπει να εκτιμήσουμε και να αναλύσουμε...
Έχουμε μάλλον εθιστεί σε ένα μηχανιστικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας, ο οποίος με μια άκριτη αμεσότητα διασυνδέει τη σοβούσα οικονομικά κρίση με την κρίση που εκδηλώνεται στο πολιτικό σύστημα. Όμως η ρευστότητα που καταγράφεται, δεν αφορά μόνο στο πολιτικό και το κομματικό σύστημα, αλλά απλώνεται ευρύτερα σε όλη την κοινωνία. Η κρίση, όπως εκδηλώθηκε στο πεδίο της οικονομίας, έχει πολλές και σημαντικές συνέπειες, πρώτα απ’ όλα στο επίπεδο της καθημερινότητας των ανθρώπων. Η κρίση αποδιαρθρώνει τη ζωή σημαντικών μερίδων και κατηγοριών του πληθυσμού που την υφίσταται με όρους βαναυσότητας, αφαιρώντας από τους πολίτες την προγενέστερα εμπεδωμένη «αίσθηση της δεδομενικότητας του κόσμου», ότι δηλαδή υφίστανται κάποιες σταθερές, πάνω στις οποίες μπορεί κάποιος να «πατήσει» για να σχεδιάσει το μέλλον του.
Τούτη η βιωματικού τύπου ρήξη πολλαπλασιάζει τα συναισθήματα της αβεβαιότητας, ειδικότερα στις νέες γενιές, οι οποίες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να σχεδιάσουν με συνεκτικό και εδραίο τρόπο τη βιογραφική τους διαδρομή. Υπό αυτή την έννοια υποστηρίζω ότι θα πρέπει να ενσωματώσουμε και αυτή την όψη της κρίσης, η οποία, πέραν όλων των άλλων διαμορφώνει όρους ρευστότητας στο επίπεδο της καθημερινότητας. Έχω την αίσθηση, όμως, ότι μια τέτοια εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη από τους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού: να οδηγηθούμε, μετά το ειδυλλιακό διάλειμμα της μεταπολεμικής περιόδου, του κράτους πρόνοιας, σε καταστάσεις υψηλής αβεβαιότητας, διακινδύνευσης και ρίσκου.
Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, επιπροσθέτως προς τα ευκρινώς ορατά οικονομικά προτάγματά του, εμπεριέχει αντιληπτικά σχήματα για το είδος του ανθρώπου που κανονιστικά θα πρέπει να «σμιλευτεί» στη μετανεωτερική μας πραγματικότητα. Κυρίαρχο μοτίβο αυτών των αντιλήψεων είναι η επίταση των διαδικασιών της εξατομίκευσης, μ’ άλλα λόγια η απόπειρα απάλειψης κάθε αίσθησης του συν-ανήκειν των ατόμων σε ευρύτερες κοινότητες, συλλογικότητες και κοινωνικά δίκτυα, που διακρίνονται για τις καταστατικά προσδιορισμένες δυνατότητες αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας και διαμόρφωσης δεσμών αλληλεγγύης.
Δηλαδή, αυτή η αβεβαιότητα θα διευκόλυνε να παρθούν μια σειρά από μέτρα;
Ακριβώς. Μιλάμε για μια στροφή στο πολιτισμικό πεδίο, στο πεδίο της κουλτούρας. Σχηματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι άνθρωποι αναγνωρίζονταν σε συγκεκριμένες κοινότητες, μέσα στις οποίες σχεδίαζαν, με έναν τρόπο, τη ζωή τους. Αυτό διαμόρφωνε μια σειρά από προϋποθέσεις αντιστάσεων στο κοινωνικό σώμα. Τούτη η πραγματικότητα θεωρήθηκε από τους νεοφιλελεύθερους ως εμπόδιο στις επιλογές τους, να προτάξουν δηλαδή τη διάχυση της λογικής της αγοράς σε βάρος των όρων της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Με αυτή την έννοια το αίτημα της εξατομίκευσης, μιας ρευστής ζωής χωρίς αναφορές σε συλλογικότητες ή κοινότητες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εγγραφόταν στο σκληρό πυρήνα του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος και σήμερα επιβεβαιώνεται σε καιρούς κρίσης, με πολύ πιο ακραίο τρόπο από ό,τι περιγραφόταν.
Η συλλογικότητα αντί της εξατομίκευσης
Η ανάγκη της συλλογικότητας μπορεί να ανατρέψει την εξατομίκευση;
Έχω την αίσθηση -και αυτό είναι ένα νέο στοιχείο για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα- ότι όλες οι κινηματικές διεργασίες που αναπτύσσονται, δεν εξαντλούνται μόνο στην παραγωγή πολιτικών αιτημάτων προς τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Εμπεριέχουν εξίσου το αίτημα της ανασυγκρότησης, αλλά και της διαμόρφωσης συλλογικοτήτων, ως όρο αντίστασης προς τις συνθήκες της εξατομίκευσης, που είναι κυρίαρχες σήμερα.
Μήπως έτσι ανασυγκροτείται και η Αριστερά;
Αυτή είναι η προϋπόθεση για μια Αριστερά του 21ου αιώνα, εάν ως αριστερά θεωρήσουμε τις επιμέρους οργανώσεις που διεκδικούν για τον εαυτό τους την εκφορά του αριστερού λόγου στις επιμέρους κοινωνίες. Όλο το προηγούμενο διάστημα, η προσχώρηση στην αριστερά γινόταν με όρους ατομικούς, δηλαδή στρατευόσουν ως άτομο που μοιράζεται μαζί με τους άλλους μια κοινή, κυρίως ιδεολογικο-πολιτική, ταυτότητα. Η αριστερά δεν εξέφραζε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, παρά την απεύθυνσή της σε αυτές, παρά τις ρητορικές εκφράσεις περί εκπροσώπησης αυτών των ομάδων. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ήταν ένα μεγάλο έλλειμμα της αριστεράς την προηγούμενη περίοδο. Τώρα διαμορφώνεται κάτι διαφορετικό. Εάν η αριστερά κατορθώσει να ριζώσει σε κοινότητες ανθρώπων που βιώνουν την κρίση στην καθημερινή τους ζωή, τότε θα μπορέσει να συγκροτηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα.
Παρά την προσπάθεια κατεδάφισης των κοινοτήτων, η έννοια της γειτονιάς φαίνεται να επανεμφανίζεται με τη δημιουργία κινήσεων αλληλεγγύης και με τις λαϊκές συνελεύσεις.
Εάν η κρίση αποδομεί την αίσθηση της βεβαιότητας για τους όρους ύπαρξης των ανθρώπων, τότε θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ενδεχομένως όσοι πλήττονται από την κρίση θα διαμορφώσουν νέους, ανταγωνιστικούς προς τους ηγεμονικούς ορισμούς για το ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον τους, επιχειρώντας να ανασυστήσουν βιωματικές κοινότητες και νέους δεσμούς αλληλεγγύης. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα πρέπει η αριστερά να δώσει ειδικότερο βάρος και να προσπαθήσει να συναρθρώσει τα νέα αιτήματα που θα παραχθούν από αυτές τις νέες συλλογικότητες, ή ακόμα περισσότερο να αναγεννηθεί εντός τους.
Στην Ευρώπη αρχίζει να αναζωπυρώνεται το συνδικαλιστικό κίνημα. Πιστεύεις ότι μπορεί τα συνδικάτα να αλλάξουν το τοπίο;
Τα συνδικάτα θεσμοποιήθηκαν, κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο, χάνοντας σταδιακά το ριζοσπαστικό τους προσανατολισμό. Αυτή η διαδικασία θεσμοποίησής τους, οδήγησε στη συρρίκνωση της μαζικής τους βάση. Σήμερα εμφανίζονται νέα προβλήματα. Αυτή τη στιγμή, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πολύ δύσκολες συνθήκες. Υπάρχει ο μεγάλος στρατός ανέργων, από τον οποίο μπορεί να αντικατασταθεί ο οποιοσδήποτε, καθώς και τρομερή πίεση στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια, η συλλογική δράση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει πολύ υψηλό ρίσκο. «Ορθολογικά» σκεπτόμενος ένας εργαζόμενος δεν θα αποφασίσει να μετέχει στη συλλογική δράση, υπό την έννοια ότι και απώλεια εισοδήματος θα έχει, αλλά και θα εκτεθεί απέναντι στον εργοδότη του. Τα συνδικάτα, λοιπόν, θα συναντήσουν μεγάλη δυσκολία να ξαναφτάσουν σε ένα επίπεδο δυναμικότητας, παρακίνησης και ενσωμάτωσης των εργαζομένων μέσω της συλλογικής δράσης. Στην Ελλάδα δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθούν ισχυρά και αυτόνομα σωματεία βάσης και αυτό σήμερα το πληρώνει, με έναν τρόπο, το εργατικό κίνημα. Είναι ζητούμενο να δούμε αν οι πρωτοβουλίες που έχουν ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια (σύλλογοι, σωματεία επισφαλώς εργαζομένων κλπ) θα κατορθώσουν να αντέξουν στις πιέσεις που δέχονται.
Οι δυνατότητες της αριστεράς
Τα μνημόνια και τα μέτρα που συνεπάγονται, έχουν οξύνει τις ανισότητες στον κοινωνικό ιστό. Αυτές οι μεταβολές θα φανούν και στην κάλπη;
Υποθέτω πως ναι. Αλλά όχι στο βαθμό που ίσως κάποιοι περιμένουν. Εκ των πραγμάτων η ρευστότητα στον κοινωνικό ιστό θα αποτυπωθεί και στις εκλογές. Πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε υπόψη και τις ιδιαιτερότητες του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα. Αυτό που σίγουρα θα καταγραφεί στις κάλπες, θα είναι μια μεγάλη άνοδος της αριστεράς, όμως αυτή η άνοδος δεν θα φέρει αντίστοιχα απτά αποτελέσματα. Ναι μεν η αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Οικολόγοι Πράσινοι, ΔΗΜΑΡ) θα ξεπεράσει το 25%, όμως αυτό το αποτέλεσμα δεν θα έχει άμεσες συνέπειες, υπό την έννοια ότι η εκλογική της άνοδος θα ακυρώνεται από τον κερματισμό των επιμέρους συνιστωσών της.
Ποια θα είναι η πορεία που θα διαγράψει από εδώ και πέρα ο δικομματισμός;
Ήδη δρομολογούνται για τον Ιούνιο νέα μέτρα: νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, περισσότεροι φόροι για τα γνωστά υποζύγια, κατάργηση φοροαπαλλαγών, περισσότερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και περισσότερες απολύσεις. Η κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει -αν προκύψει- από τις εκλογές, γρήγορα θα υποστεί μεγάλη φθορά. Για αυτό θέλω να τονίσω ότι δεν τελειώνουν οι κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες με τη λήξη των εκλογών, καθώς η φθορά του δικομματισμού δεν φαίνεται να έχει φτάσει στο τελευταίο της στάδιο.
Δεν τρομάζει αυτό τις δυνάμεις του συστήματος;
Είναι εξαιρετικά φοβισμένες και αυτός ο φόβος μεταφράζεται σε ένταση της καταστολής και σε διαδικασίες αποδημοκρατικοποίησης. Το κεντρικό χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση, αλλά και η κρίση της δημοκρατίας. Και αυτό πρέπει να μας οδηγήσει να σκεφτούμε τρόπους, όχι μόνο υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων αλλά και ενίσχυσης της δημοκρατίας, ως αντίβαρο στη βαρβαρότητα που συνεπάγεται η κρίση, σε όλα τα επίπεδα.
Κριτήριο της ψήφου το «μετά» τις εκλογές
Η κυβερνητική πολιτική που θα ασκηθεί μετά τις εκλογές είναι προδιαγεγραμμένη. Αυτό δεν θέτει ζήτημα δημοκρατίας;
Η αριστερά θα πρέπει να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι ψηφίζουμε για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Πρέπει να γίνει σαφές ότι ή θα ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία, με βάση το πρόγραμμα που έχει ήδη αποφασιστεί από την ΕΕ και το ΔΝΤ, ή θα ψηφίσουμε δυνάμεις που θέλουν να ανατρέψουν αυτή την πολιτική και οι οποίες θα κριθούν στο μέτρο που θα εισφέρουν μια πρόταση διεξόδου από την κρίση και τις λογικές του μνημονίου και των εξαρτήσεων που παράγονται. Είναι πολύ κρίσιμες οι εκλογές, αρκεί ο δημόσιος διάλογος να επικεντρωθεί στο ζήτημα της επόμενης μέρας και της πολιτικής που θα εφαρμοστεί.
Είπες προηγουμένως ότι «δεν τελειώνουν οι διεργασίες με τη λήξη των εκλογών». Θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία για την ενότητα της αριστεράς;
Εισπράττοντας ένα καλό αποτέλεσμα και βλέποντας και τη συνολική της δυναμική, θα πρέπει η αριστερά να εντείνει τις διεργασίες διαλόγου, επικοινωνίας και εξεύρεσης μιας μίνιμουμ βάσης, πάνω στην οποία θα μπορέσει να αρθρωθεί για την επόμενη περίοδο ένα καθολικότερο σχέδιο που να απαντά στις αγωνίες του κόσμου.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟ ΝΙΚΟ ΣΕΡΝΤΕΔΑΚΙ
Συζητάμε με τον πανεπιστημιακό Νίκο Σερντεδάκι για τα κινήματα και την Αριστερά του 21ου αιώνα. «Όλο το προηγούμενο διάστημα, η προσχώρηση στην αριστερά γινόταν με όρους ατομικούς, δηλαδή στρατευόσουν ως άτομο που μοιράζεται μαζί με τους άλλους μια κοινή, κυρίως ιδεολογικο-πολιτική, ταυτότητα. Εάν η αριστερά κατορθώσει να ριζώσει σε κοινότητες ανθρώπων που βιώνουν την κρίση στην καθημερινή τους ζωή,
τότε θα μπορέσει να συγκροτηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα» τονίζει ο Ν. Σερντεδάκις.
Tη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Παρατηρείται πολύ μεγάλη ρευστότητα, την οποία πρέπει να εκτιμήσουμε και να αναλύσουμε...
Έχουμε μάλλον εθιστεί σε ένα μηχανιστικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας, ο οποίος με μια άκριτη αμεσότητα διασυνδέει τη σοβούσα οικονομικά κρίση με την κρίση που εκδηλώνεται στο πολιτικό σύστημα. Όμως η ρευστότητα που καταγράφεται, δεν αφορά μόνο στο πολιτικό και το κομματικό σύστημα, αλλά απλώνεται ευρύτερα σε όλη την κοινωνία. Η κρίση, όπως εκδηλώθηκε στο πεδίο της οικονομίας, έχει πολλές και σημαντικές συνέπειες, πρώτα απ’ όλα στο επίπεδο της καθημερινότητας των ανθρώπων. Η κρίση αποδιαρθρώνει τη ζωή σημαντικών μερίδων και κατηγοριών του πληθυσμού που την υφίσταται με όρους βαναυσότητας, αφαιρώντας από τους πολίτες την προγενέστερα εμπεδωμένη «αίσθηση της δεδομενικότητας του κόσμου», ότι δηλαδή υφίστανται κάποιες σταθερές, πάνω στις οποίες μπορεί κάποιος να «πατήσει» για να σχεδιάσει το μέλλον του.
Τούτη η βιωματικού τύπου ρήξη πολλαπλασιάζει τα συναισθήματα της αβεβαιότητας, ειδικότερα στις νέες γενιές, οι οποίες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να σχεδιάσουν με συνεκτικό και εδραίο τρόπο τη βιογραφική τους διαδρομή. Υπό αυτή την έννοια υποστηρίζω ότι θα πρέπει να ενσωματώσουμε και αυτή την όψη της κρίσης, η οποία, πέραν όλων των άλλων διαμορφώνει όρους ρευστότητας στο επίπεδο της καθημερινότητας. Έχω την αίσθηση, όμως, ότι μια τέτοια εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη από τους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού: να οδηγηθούμε, μετά το ειδυλλιακό διάλειμμα της μεταπολεμικής περιόδου, του κράτους πρόνοιας, σε καταστάσεις υψηλής αβεβαιότητας, διακινδύνευσης και ρίσκου.
Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, επιπροσθέτως προς τα ευκρινώς ορατά οικονομικά προτάγματά του, εμπεριέχει αντιληπτικά σχήματα για το είδος του ανθρώπου που κανονιστικά θα πρέπει να «σμιλευτεί» στη μετανεωτερική μας πραγματικότητα. Κυρίαρχο μοτίβο αυτών των αντιλήψεων είναι η επίταση των διαδικασιών της εξατομίκευσης, μ’ άλλα λόγια η απόπειρα απάλειψης κάθε αίσθησης του συν-ανήκειν των ατόμων σε ευρύτερες κοινότητες, συλλογικότητες και κοινωνικά δίκτυα, που διακρίνονται για τις καταστατικά προσδιορισμένες δυνατότητες αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας και διαμόρφωσης δεσμών αλληλεγγύης.
Δηλαδή, αυτή η αβεβαιότητα θα διευκόλυνε να παρθούν μια σειρά από μέτρα;
Ακριβώς. Μιλάμε για μια στροφή στο πολιτισμικό πεδίο, στο πεδίο της κουλτούρας. Σχηματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι άνθρωποι αναγνωρίζονταν σε συγκεκριμένες κοινότητες, μέσα στις οποίες σχεδίαζαν, με έναν τρόπο, τη ζωή τους. Αυτό διαμόρφωνε μια σειρά από προϋποθέσεις αντιστάσεων στο κοινωνικό σώμα. Τούτη η πραγματικότητα θεωρήθηκε από τους νεοφιλελεύθερους ως εμπόδιο στις επιλογές τους, να προτάξουν δηλαδή τη διάχυση της λογικής της αγοράς σε βάρος των όρων της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Με αυτή την έννοια το αίτημα της εξατομίκευσης, μιας ρευστής ζωής χωρίς αναφορές σε συλλογικότητες ή κοινότητες, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εγγραφόταν στο σκληρό πυρήνα του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος και σήμερα επιβεβαιώνεται σε καιρούς κρίσης, με πολύ πιο ακραίο τρόπο από ό,τι περιγραφόταν.
Η συλλογικότητα αντί της εξατομίκευσης
Η ανάγκη της συλλογικότητας μπορεί να ανατρέψει την εξατομίκευση;
Έχω την αίσθηση -και αυτό είναι ένα νέο στοιχείο για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα- ότι όλες οι κινηματικές διεργασίες που αναπτύσσονται, δεν εξαντλούνται μόνο στην παραγωγή πολιτικών αιτημάτων προς τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Εμπεριέχουν εξίσου το αίτημα της ανασυγκρότησης, αλλά και της διαμόρφωσης συλλογικοτήτων, ως όρο αντίστασης προς τις συνθήκες της εξατομίκευσης, που είναι κυρίαρχες σήμερα.
Μήπως έτσι ανασυγκροτείται και η Αριστερά;
Αυτή είναι η προϋπόθεση για μια Αριστερά του 21ου αιώνα, εάν ως αριστερά θεωρήσουμε τις επιμέρους οργανώσεις που διεκδικούν για τον εαυτό τους την εκφορά του αριστερού λόγου στις επιμέρους κοινωνίες. Όλο το προηγούμενο διάστημα, η προσχώρηση στην αριστερά γινόταν με όρους ατομικούς, δηλαδή στρατευόσουν ως άτομο που μοιράζεται μαζί με τους άλλους μια κοινή, κυρίως ιδεολογικο-πολιτική, ταυτότητα. Η αριστερά δεν εξέφραζε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, παρά την απεύθυνσή της σε αυτές, παρά τις ρητορικές εκφράσεις περί εκπροσώπησης αυτών των ομάδων. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ήταν ένα μεγάλο έλλειμμα της αριστεράς την προηγούμενη περίοδο. Τώρα διαμορφώνεται κάτι διαφορετικό. Εάν η αριστερά κατορθώσει να ριζώσει σε κοινότητες ανθρώπων που βιώνουν την κρίση στην καθημερινή τους ζωή, τότε θα μπορέσει να συγκροτηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα.
Παρά την προσπάθεια κατεδάφισης των κοινοτήτων, η έννοια της γειτονιάς φαίνεται να επανεμφανίζεται με τη δημιουργία κινήσεων αλληλεγγύης και με τις λαϊκές συνελεύσεις.
Εάν η κρίση αποδομεί την αίσθηση της βεβαιότητας για τους όρους ύπαρξης των ανθρώπων, τότε θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ενδεχομένως όσοι πλήττονται από την κρίση θα διαμορφώσουν νέους, ανταγωνιστικούς προς τους ηγεμονικούς ορισμούς για το ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον τους, επιχειρώντας να ανασυστήσουν βιωματικές κοινότητες και νέους δεσμούς αλληλεγγύης. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα πρέπει η αριστερά να δώσει ειδικότερο βάρος και να προσπαθήσει να συναρθρώσει τα νέα αιτήματα που θα παραχθούν από αυτές τις νέες συλλογικότητες, ή ακόμα περισσότερο να αναγεννηθεί εντός τους.
Στην Ευρώπη αρχίζει να αναζωπυρώνεται το συνδικαλιστικό κίνημα. Πιστεύεις ότι μπορεί τα συνδικάτα να αλλάξουν το τοπίο;
Τα συνδικάτα θεσμοποιήθηκαν, κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο, χάνοντας σταδιακά το ριζοσπαστικό τους προσανατολισμό. Αυτή η διαδικασία θεσμοποίησής τους, οδήγησε στη συρρίκνωση της μαζικής τους βάση. Σήμερα εμφανίζονται νέα προβλήματα. Αυτή τη στιγμή, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πολύ δύσκολες συνθήκες. Υπάρχει ο μεγάλος στρατός ανέργων, από τον οποίο μπορεί να αντικατασταθεί ο οποιοσδήποτε, καθώς και τρομερή πίεση στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια, η συλλογική δράση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει πολύ υψηλό ρίσκο. «Ορθολογικά» σκεπτόμενος ένας εργαζόμενος δεν θα αποφασίσει να μετέχει στη συλλογική δράση, υπό την έννοια ότι και απώλεια εισοδήματος θα έχει, αλλά και θα εκτεθεί απέναντι στον εργοδότη του. Τα συνδικάτα, λοιπόν, θα συναντήσουν μεγάλη δυσκολία να ξαναφτάσουν σε ένα επίπεδο δυναμικότητας, παρακίνησης και ενσωμάτωσης των εργαζομένων μέσω της συλλογικής δράσης. Στην Ελλάδα δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθούν ισχυρά και αυτόνομα σωματεία βάσης και αυτό σήμερα το πληρώνει, με έναν τρόπο, το εργατικό κίνημα. Είναι ζητούμενο να δούμε αν οι πρωτοβουλίες που έχουν ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια (σύλλογοι, σωματεία επισφαλώς εργαζομένων κλπ) θα κατορθώσουν να αντέξουν στις πιέσεις που δέχονται.
Οι δυνατότητες της αριστεράς
Τα μνημόνια και τα μέτρα που συνεπάγονται, έχουν οξύνει τις ανισότητες στον κοινωνικό ιστό. Αυτές οι μεταβολές θα φανούν και στην κάλπη;
Υποθέτω πως ναι. Αλλά όχι στο βαθμό που ίσως κάποιοι περιμένουν. Εκ των πραγμάτων η ρευστότητα στον κοινωνικό ιστό θα αποτυπωθεί και στις εκλογές. Πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε υπόψη και τις ιδιαιτερότητες του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα. Αυτό που σίγουρα θα καταγραφεί στις κάλπες, θα είναι μια μεγάλη άνοδος της αριστεράς, όμως αυτή η άνοδος δεν θα φέρει αντίστοιχα απτά αποτελέσματα. Ναι μεν η αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Οικολόγοι Πράσινοι, ΔΗΜΑΡ) θα ξεπεράσει το 25%, όμως αυτό το αποτέλεσμα δεν θα έχει άμεσες συνέπειες, υπό την έννοια ότι η εκλογική της άνοδος θα ακυρώνεται από τον κερματισμό των επιμέρους συνιστωσών της.
Ποια θα είναι η πορεία που θα διαγράψει από εδώ και πέρα ο δικομματισμός;
Ήδη δρομολογούνται για τον Ιούνιο νέα μέτρα: νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, περισσότεροι φόροι για τα γνωστά υποζύγια, κατάργηση φοροαπαλλαγών, περισσότερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και περισσότερες απολύσεις. Η κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει -αν προκύψει- από τις εκλογές, γρήγορα θα υποστεί μεγάλη φθορά. Για αυτό θέλω να τονίσω ότι δεν τελειώνουν οι κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες με τη λήξη των εκλογών, καθώς η φθορά του δικομματισμού δεν φαίνεται να έχει φτάσει στο τελευταίο της στάδιο.
Δεν τρομάζει αυτό τις δυνάμεις του συστήματος;
Είναι εξαιρετικά φοβισμένες και αυτός ο φόβος μεταφράζεται σε ένταση της καταστολής και σε διαδικασίες αποδημοκρατικοποίησης. Το κεντρικό χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση, αλλά και η κρίση της δημοκρατίας. Και αυτό πρέπει να μας οδηγήσει να σκεφτούμε τρόπους, όχι μόνο υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων αλλά και ενίσχυσης της δημοκρατίας, ως αντίβαρο στη βαρβαρότητα που συνεπάγεται η κρίση, σε όλα τα επίπεδα.
Κριτήριο της ψήφου το «μετά» τις εκλογές
Η κυβερνητική πολιτική που θα ασκηθεί μετά τις εκλογές είναι προδιαγεγραμμένη. Αυτό δεν θέτει ζήτημα δημοκρατίας;
Η αριστερά θα πρέπει να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι ψηφίζουμε για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Πρέπει να γίνει σαφές ότι ή θα ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία, με βάση το πρόγραμμα που έχει ήδη αποφασιστεί από την ΕΕ και το ΔΝΤ, ή θα ψηφίσουμε δυνάμεις που θέλουν να ανατρέψουν αυτή την πολιτική και οι οποίες θα κριθούν στο μέτρο που θα εισφέρουν μια πρόταση διεξόδου από την κρίση και τις λογικές του μνημονίου και των εξαρτήσεων που παράγονται. Είναι πολύ κρίσιμες οι εκλογές, αρκεί ο δημόσιος διάλογος να επικεντρωθεί στο ζήτημα της επόμενης μέρας και της πολιτικής που θα εφαρμοστεί.
Είπες προηγουμένως ότι «δεν τελειώνουν οι διεργασίες με τη λήξη των εκλογών». Θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία για την ενότητα της αριστεράς;
Εισπράττοντας ένα καλό αποτέλεσμα και βλέποντας και τη συνολική της δυναμική, θα πρέπει η αριστερά να εντείνει τις διεργασίες διαλόγου, επικοινωνίας και εξεύρεσης μιας μίνιμουμ βάσης, πάνω στην οποία θα μπορέσει να αρθρωθεί για την επόμενη περίοδο ένα καθολικότερο σχέδιο που να απαντά στις αγωνίες του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου