του Α. Μπένου και του Η. Κονδύλη
Τη στιγμή της μέγιστης ανάγκης, το ΔΝΤ προτάσσει τη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας
Το αν η οικονομική κρίση, το εγγενές και κυκλικό αυτό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, επηρεάζει την υγεία των πληθυσμών και τα συστήματα υγείας των χωρών που πλήττονται από αυτή, είναι ένα ερώτημα
το οποίο τίθεται με τον πλέον δραματικό τρόπο τα τελευταία χρόνια διεθνώς.
Τα εμπειρικά δεδομένα από προηγούμενες υφεσιακές περιόδους δεν αφήνουν δυστυχώς περιθώρια εφησυχασμού. Η καπιταλιστική κρίση σε συνδυασμό με τη νεοκλασική ή κεϊνσιανική διαχείρισή της συνιστά μία πραγματική απειλή τόσο για την υγεία, όσο και για τα συστήματα υγείας όπως αυτά τα γνωρίσαμε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δεδομένων δείχνει ότι σε συνθήκες ύφεσης η νοσηρότητα και οι ανισότητες στην υγεία αυξάνουν συνεπεία της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της εργασιακής επισφάλειας και της φτώχειας1. Η δε ζήτηση για δημόσιες, δωρεάν υπηρεσίες υγείας αυξάνει και αυτή εκθετικά, ακολουθώντας τη μείωση του εισοδήματος και την απώλεια των ασφαλιστικών καλύψεων των νοικοκυριών2.
Η νεοκλασική συνταγή του ΔΝΤ για διαχείριση της κρίσης, όπου και αν εφαρμόστηκε (Αφρική 1981-3, Λατινική Αμερική 1982-4, Ανατολική Ευρώπη 1989-99, Νοτιοανατολική Ασία 1997-8, Αργεντινή 1999-2002), αντί να απαλύνει, επέτεινε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία των πληθυσμών, καθώς τη στιγμή της μέγιστης ανάγκης υγείας και της αυξημένης ζήτησης για δημόσιες-δωρεάν υπηρεσίες υγείας προέταξε ως άμεση προτεραιότητα τον περιορισμό/συρρίκνωση των δημόσιων ή κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων υγείας και την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της λειτουργίας τους3.
Οι δε κεϊνσιανικές διαχειριστικές πολιτικές (υλική βοήθεια, επιδοματικές ή στοιχειώδεις ασφαλιστικές καλύψεις υγείας για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες) όπου εφαρμόστηκαν, μόνες ή σε συνδυασμό με νεοκλασικές πολιτικές4, δεν μπόρεσαν να αντιστρέψουν τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης στην υγεία των πληθυσμών και σε διάψευση των διακηρυκτικών τους στόχων δεν εξάλειψαν τις ανισότητες στην υγεία, δεν προστάτεψαν από την επανεμφάνιση των κρισιακών φαινομένων.
Η οικονομική κρίση δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μία αναπόδραστη πορεία προς μία επιδημιολογική ή υγειονομική κρίση. Το παράδειγμα της Κούβας δείχνει το πώς μία χώρα σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης της οικονομίας της (οικονομική κρίση μετά το 1989 συνεπεία του οικονομικού εμπάργκο και των αλλαγών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες) μπορεί, αναπροσαρμόζοντας δημιουργικά και επεκτείνοντας το αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγειονομικής της περίθαλψης, να συνεχίζει να βελτιώνει τους δείκτες υγείας του πληθυσμού της.
Στη χώρα μας υπό το φως της διεθνούς εμπειρίας καλείται καταρχάς κανείς, και πρώτα και κύρια οι εργαζόμενοι οι οποίοι είναι αυτοί που επωμίζονται τα βάρη της κρίσης, να απαντήσει στο ερώτημα αν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την πρόσβασή του σε υπηρεσίες υγείας ή ακόμη και την ίδια του την υγεία στο όνομα αποπληρωμής ενός χρέους στη δημιουργία του οποίου δεν συνέβαλε. Αν η απάντησή είναι αρνητική, καλείται να αναζητήσει λύσεις έξω από τις αποτυχημένες νεοκλασικές ή κεϊνσιανικές διαχειριστικές συνταγές, προτάσσοντας το ρεαλιστικό αίτημα για ένα ενιαίο, καθολικό, κοινωνικοποιημένο, πλήρως απαλλαγμένο από επιχειρηματικές και εμπορευματικές σχέσεις, δωρεάν σύστημα υγείας στην υπηρεσία των σύγχρονων αναγκών του πληθυσμού.
Σημειώσεις
1. Βάσει ευρωπαϊκών δεδομένων μία αύξηση της ανεργίας κατά 3% συνοδεύεται από αύξηση της θνησιμότητας από αυτοκτονίες και κατάχρηση αλκοόλ κατά 4,5% και 28% αντίστοιχα.
2. Κατά την οικονομική κρίση του 1997-8 στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας η ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες υγείας αυξήθηκε κατά 9% έως και 40% μέσα σε έναν χρόνο, ανάλογα με το είδος της υπηρεσίας και την υπό εξέταση χώρα.
3. Σειρά μελετών έχει δείξει την ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων που προώθησε το ΔΝΤ μετά το 1989 στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στην αύξηση της θνησιμότητας από αυτοκτονίες, ανθρωποκτονίες, καρδιαγγειακά νοσήματα και κατάχρηση αλκοόλ κύρια στον ανδρικό πληθυσμό. Πρόσφατες μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι κατά την οικονομική κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία το 1997-8, χώρες οι οποίες αρνήθηκαν τη «βοήθεια» του ΔΝΤ υπέστησαν λιγότερες αρνητικές συνέπειες στην υγεία των πληθυσμών τους σε σχέση με χώρες οι οποίες ακολούθησαν τον δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής που πρότεινε του ΔΝΤ για έξοδο από την κρίση.
4. Παραδείγματα κεϊνσιανικών πολιτικών στην υγεία σε περιόδους οικονομικής κρίσης αποτελούν τα επιδόματα και η υλική βοήθεια στους χρόνιους πάσχοντες στα πλαίσια του New Deal στις ΗΠΑ το 1932, το πρόγραμμα Opportunidades στο Μεξικό το 1997 το οποίο παρείχε χρηματικά επιδόματα στις φτωχές οικογένειες για περιοδικό προληπτικό έλεγχο και εμβολιασμό των παιδιών τους, το Voluntary Health Card Programme στην Ταϊλάνδη το 1998 το οποίο έναντι ενός μικρού ασφαλίστρου παρείχε στοιχειώδη ασφαλιστική κάλυψη υγείας σε τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια πληθυσμού και το πρόγραμμα Remidiar στην Αργεντινή τον Οκτώβριο του 2002, το οποίο παρείχε δωρεάν στοιχειώδη φαρμακευτική κάλυψη σε 15 εκατομμύρια Αργεντινούς.
Οι εργαζόμενοι καλούνται να απαντήσουν αν προτίθενται να θυσιάσουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας για την αποπληρωμή ενός χρέους που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι
Ο Αλέξης Μπένος είναι καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Ιατρικής Σχολής στο ΑΠΘ
Ο Ηλίας Κονδύλης είναι δρ. Πολιτικής Υγείας
Αναδημοσίευση από το Έθνος
Τη στιγμή της μέγιστης ανάγκης, το ΔΝΤ προτάσσει τη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας
Το αν η οικονομική κρίση, το εγγενές και κυκλικό αυτό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, επηρεάζει την υγεία των πληθυσμών και τα συστήματα υγείας των χωρών που πλήττονται από αυτή, είναι ένα ερώτημα
το οποίο τίθεται με τον πλέον δραματικό τρόπο τα τελευταία χρόνια διεθνώς.
Τα εμπειρικά δεδομένα από προηγούμενες υφεσιακές περιόδους δεν αφήνουν δυστυχώς περιθώρια εφησυχασμού. Η καπιταλιστική κρίση σε συνδυασμό με τη νεοκλασική ή κεϊνσιανική διαχείρισή της συνιστά μία πραγματική απειλή τόσο για την υγεία, όσο και για τα συστήματα υγείας όπως αυτά τα γνωρίσαμε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δεδομένων δείχνει ότι σε συνθήκες ύφεσης η νοσηρότητα και οι ανισότητες στην υγεία αυξάνουν συνεπεία της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της εργασιακής επισφάλειας και της φτώχειας1. Η δε ζήτηση για δημόσιες, δωρεάν υπηρεσίες υγείας αυξάνει και αυτή εκθετικά, ακολουθώντας τη μείωση του εισοδήματος και την απώλεια των ασφαλιστικών καλύψεων των νοικοκυριών2.
Η νεοκλασική συνταγή του ΔΝΤ για διαχείριση της κρίσης, όπου και αν εφαρμόστηκε (Αφρική 1981-3, Λατινική Αμερική 1982-4, Ανατολική Ευρώπη 1989-99, Νοτιοανατολική Ασία 1997-8, Αργεντινή 1999-2002), αντί να απαλύνει, επέτεινε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία των πληθυσμών, καθώς τη στιγμή της μέγιστης ανάγκης υγείας και της αυξημένης ζήτησης για δημόσιες-δωρεάν υπηρεσίες υγείας προέταξε ως άμεση προτεραιότητα τον περιορισμό/συρρίκνωση των δημόσιων ή κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων υγείας και την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της λειτουργίας τους3.
Οι δε κεϊνσιανικές διαχειριστικές πολιτικές (υλική βοήθεια, επιδοματικές ή στοιχειώδεις ασφαλιστικές καλύψεις υγείας για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες) όπου εφαρμόστηκαν, μόνες ή σε συνδυασμό με νεοκλασικές πολιτικές4, δεν μπόρεσαν να αντιστρέψουν τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης στην υγεία των πληθυσμών και σε διάψευση των διακηρυκτικών τους στόχων δεν εξάλειψαν τις ανισότητες στην υγεία, δεν προστάτεψαν από την επανεμφάνιση των κρισιακών φαινομένων.
Η οικονομική κρίση δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μία αναπόδραστη πορεία προς μία επιδημιολογική ή υγειονομική κρίση. Το παράδειγμα της Κούβας δείχνει το πώς μία χώρα σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης της οικονομίας της (οικονομική κρίση μετά το 1989 συνεπεία του οικονομικού εμπάργκο και των αλλαγών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες) μπορεί, αναπροσαρμόζοντας δημιουργικά και επεκτείνοντας το αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγειονομικής της περίθαλψης, να συνεχίζει να βελτιώνει τους δείκτες υγείας του πληθυσμού της.
Στη χώρα μας υπό το φως της διεθνούς εμπειρίας καλείται καταρχάς κανείς, και πρώτα και κύρια οι εργαζόμενοι οι οποίοι είναι αυτοί που επωμίζονται τα βάρη της κρίσης, να απαντήσει στο ερώτημα αν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την πρόσβασή του σε υπηρεσίες υγείας ή ακόμη και την ίδια του την υγεία στο όνομα αποπληρωμής ενός χρέους στη δημιουργία του οποίου δεν συνέβαλε. Αν η απάντησή είναι αρνητική, καλείται να αναζητήσει λύσεις έξω από τις αποτυχημένες νεοκλασικές ή κεϊνσιανικές διαχειριστικές συνταγές, προτάσσοντας το ρεαλιστικό αίτημα για ένα ενιαίο, καθολικό, κοινωνικοποιημένο, πλήρως απαλλαγμένο από επιχειρηματικές και εμπορευματικές σχέσεις, δωρεάν σύστημα υγείας στην υπηρεσία των σύγχρονων αναγκών του πληθυσμού.
Σημειώσεις
1. Βάσει ευρωπαϊκών δεδομένων μία αύξηση της ανεργίας κατά 3% συνοδεύεται από αύξηση της θνησιμότητας από αυτοκτονίες και κατάχρηση αλκοόλ κατά 4,5% και 28% αντίστοιχα.
2. Κατά την οικονομική κρίση του 1997-8 στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας η ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες υγείας αυξήθηκε κατά 9% έως και 40% μέσα σε έναν χρόνο, ανάλογα με το είδος της υπηρεσίας και την υπό εξέταση χώρα.
3. Σειρά μελετών έχει δείξει την ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων που προώθησε το ΔΝΤ μετά το 1989 στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στην αύξηση της θνησιμότητας από αυτοκτονίες, ανθρωποκτονίες, καρδιαγγειακά νοσήματα και κατάχρηση αλκοόλ κύρια στον ανδρικό πληθυσμό. Πρόσφατες μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι κατά την οικονομική κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία το 1997-8, χώρες οι οποίες αρνήθηκαν τη «βοήθεια» του ΔΝΤ υπέστησαν λιγότερες αρνητικές συνέπειες στην υγεία των πληθυσμών τους σε σχέση με χώρες οι οποίες ακολούθησαν τον δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής που πρότεινε του ΔΝΤ για έξοδο από την κρίση.
4. Παραδείγματα κεϊνσιανικών πολιτικών στην υγεία σε περιόδους οικονομικής κρίσης αποτελούν τα επιδόματα και η υλική βοήθεια στους χρόνιους πάσχοντες στα πλαίσια του New Deal στις ΗΠΑ το 1932, το πρόγραμμα Opportunidades στο Μεξικό το 1997 το οποίο παρείχε χρηματικά επιδόματα στις φτωχές οικογένειες για περιοδικό προληπτικό έλεγχο και εμβολιασμό των παιδιών τους, το Voluntary Health Card Programme στην Ταϊλάνδη το 1998 το οποίο έναντι ενός μικρού ασφαλίστρου παρείχε στοιχειώδη ασφαλιστική κάλυψη υγείας σε τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια πληθυσμού και το πρόγραμμα Remidiar στην Αργεντινή τον Οκτώβριο του 2002, το οποίο παρείχε δωρεάν στοιχειώδη φαρμακευτική κάλυψη σε 15 εκατομμύρια Αργεντινούς.
Οι εργαζόμενοι καλούνται να απαντήσουν αν προτίθενται να θυσιάσουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας για την αποπληρωμή ενός χρέους που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι
Ο Αλέξης Μπένος είναι καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Ιατρικής Σχολής στο ΑΠΘ
Ο Ηλίας Κονδύλης είναι δρ. Πολιτικής Υγείας
Αναδημοσίευση από το Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου