REDNotebook
Οι δραματικές σημερινές εξελίξεις δεν θα αντιμετωπιστούν παρά μέσα από αλλαγές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηριστούν επαναστατικές. Πρόκειται, ωστόσο, για μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια μαζικών κινητοποιήσεων ή εξεγέρσεων και όχι χάρη σε αυτές
Του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν
Το πρότυπο ανατροπής, το οποίο ήταν βαθιά ριζωμένο στη ριζοσπαστική σκέψη του 20ού αιώνα, είναι αυτό που προκύπτει από έναν πόλεμο και σε μια αποδιαρθρωμένη κοινωνία και παραγωγική δομή, τις οποίες η νέα επαναστατική εξουσία αναδιαρθρώνει και ανοικοδομεί περίπου εκ του μηδενός. Πρόκειται για ένα πρότυπο το οποίο προσεγγίζει το παρόν ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης και το μέλλον ως όραμα για το οποίο είναι αναγκαίο και αποδεκτό να θυσιαστούν αρχές αλλά και στόχοι. Η σημερινή, όμως, περίοδος της διαρκούς κρίσης και της θεσμοθετημένης έκτακτης κατάστασης δεν επιτρέπει να διαχωριστεί με αυτό τον τρόπο το παρόν από το μέλλον, οι επιδιώξεις της δράσης από την πραγματικότητα. Το μόνο σχέδιο που είναι δυνατό είναι αυτό «...της δημοκρατικής πολιτικής δράσης στο εσωτερικό και εναντίον της Αυτοκρατορίας» [1]. Δεν μπορεί να περιμένει κανείς την εκδήλωση της κρίσης γιατί είναι ήδη παρούσα, και δεν μπορεί να αναμένει μια εξέγερση όταν τα πράγματα «φθάσουν στο απροχώρητο», διότι η διαχείριση της κρίσης τα οδηγεί σκόπιμα εκεί, δηλαδή στην αποδυνάμωση των κοινωνικών αντιστάσεων αλλά και στην ενίσχυση των ιεραρχιών και των εξουσιών.
Το κυρίαρχο πρότυπο ανατροπής είναι επίσης καχύποπτο, στη χειρότερη περίπτωση, και άπειρο, στην καλύτερη, σχετικά με τον σεβασμό των δημοκρατικών διαδικασιών και τον πλουραλισμό στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Η απαγόρευση, η καταστολή ή η κατάργηση των αντιπολιτευόμενων, από τους ναύτες της Κροστάνδης και τη ρωσική εργατική αντιπολίτευση, ως την αιματηρή κυριάρχηση των σταλινικών στον ισπανικό εμφύλιο και την ελληνική αντίσταση, συνεχίζουν να αποτελούν μέρος της φυσιολογικής ροής της ιστορίας για το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Στην πράξη, το αποτέλεσμα που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας είναι ότι οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις όχι μόνο επιδιώκουν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να έχουν εξουσιαστικές σχέσεις με κινηματικούς χώρους, αλλά επιδιώκουν συστηματικά να εμποδίσουν τη δημιουργία πολυφωνικών κινημάτων. Μια τέτοια προσέγγιση εντάσσεται πολλές φορές στην προοπτική μιας μελλοντικής εξέγερσης που θα αναδείξει τις δυνατότητες των «επαναστατικών» οργανώσεων, αλλά αποτελεί και έναν ισχυρό μηχανισμό παρεμπόδισης της συγκρότησης αυτόνομων, πολυφωνικών κινημάτων, ικανών να θέσουν τις βάσεις για σημαντικές αλλαγές των συσχετισμών μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Οι δραματικές σημερινές εξελίξεις δεν θα αντιμετωπιστούν παρά μέσα από αλλαγές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηριστούν επαναστατικές. Αλλαγές που μπροστά στην αποδιοργάνωση των οικονομιών και των κοινωνιών, μπροστά στην ορατή απειλή μιας εκτός ελέγχου κλιματικής αλλαγής, απαιτούν την εγκαθίδρυση της ικανότητας των κοινωνιών να αποκτήσουν τον έλεγχο του παρόντος και του μέλλοντός τους. Για να αποκτηθεί αυτή η ικανότητα, για να δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη διαμόρφωση της κοινωνίας των «συνεταιρισμένων παραγωγών», θα χρειαστούν στρατηγικές και άμεσες επιλογές επιστημονικά θεμελιωμένες, θα χρειαστεί η κατοχύρωση της δυνατότητας κοινωνικού ελέγχου τόσο των επιλογών όσο και της υλοποίησής τους, και θα χρειαστεί επίσης η εξασφάλιση της δυνατότητας των εργαζομένων και των πολιτών να μαθαίνουν τόσο από τη συμμετοχή τους στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων σε όλους τους τομείς, όσο και μέσω της μαθησιακής αξιοποίησης του μη εργάσιμου χρόνου που μπορεί να επεκταθεί άμεσα χάρη στη συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας.
Πρόκειται για μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια μαζικών κινητοποιήσεων ή εξεγέρσεων και όχι χάρη σε αυτές. Πρόκειται ακριβώς για επανάσταση, διότι θα ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα μέσα από τη δημιουργία κινηματικών δομών που θα αξιοποιήσουν τη διάχυτη γνώση και την υπαρκτή εμπειρογνωμοσύνη των εργαζομένων και των πολιτών, για τη διατύπωση και την επιβολή προτάσεων και λύσεων σε θέματα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, για την παραδειγματική και ουσιαστική εγκαθίδρυση πρωτοβουλιών για την παραγωγή και την αλληλεγγύη. Διότι θα θέσει το θέμα της προγραμματικής επεξεργασίας και του σχεδιασμού στο επίκεντρο των κινηματικών δραστηριοτήτων, αφήνοντας πίσω τη σημερινή διεκδικητική και καταγγελτική πρακτική απέναντι σε μια εξουσία και σε άρχουσες τάξεις που οργανώνουν την αποδυνάμωση κάθε κοινωνικής αντίστασης. Διότι θα δημιουργήσει δομές παραγωγής γνώσης για τη θεμελίωση από τους κινητοποιημένους εργαζόμενους και πολίτες των μακροπρόθεσμων και άμεσων επιλογών, που είναι αναγκαίες για να αποκατασταθούν οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες, για να βελτιωθεί ο σχεδιασμός της παραγωγής και της κατανομής του κοινωνικού πλούτου που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την αλληλεγγύη.
Η κρίση στην Ιαπωνία, στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, επιβεβαιώνει από τη μία μεριά την ορθότητα των προβλέψεων επιστημονικών κοινοτήτων και κινημάτων πολιτών σχετικά με τους πολύ σοβαρούς κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση αυτής της μορφής ενέργειας, αλλά επιβεβαιώνεται, από την άλλη, η τρομακτική ανευθυνότητα των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο και ακόμα η ακατανόητη σε μεγάλο βαθμό επιλογή των πολιτικών ελίτ να υποτάσσονται απολύτως στις ανάγκες της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Η απάντηση σε αυτή την επικίνδυνη στρατηγική επιλογή, που αφορά με τον ίδιο τρόπο τα ζητήματα τα οποία συνδέονται με την ανθρωπογενή υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή, θα προέλθει από την ταυτόχρονη επιστημονική θεμελίωση αρνήσεων και εναλλακτικών λύσεων, αλλά και από την ενεργό και μαζική παρέμβαση των κινημάτων πολιτών.
Η κρίση αυτή, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης πολλών παραγόντων που εμποδίζουν την αποφυγή τέτοιων συμβάντων στον σημερινό κόσμο με τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων. Πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες που εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με ορατές, εξελισσόμενες ή απειλούμενες περιβαλλοντικές καταστροφές, αλλά και σχετικά με τις νεοφιλελεύθερες μεθόδους διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα είναι σε θέση να εξελίξει την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία, και ταυτόχρονα να αναδείξει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών οι τεχνικές και οικονομικές επιλογές που υιοθετούνται. Αλλά αυτό που συμβαίνει τελικά είναι ότι λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες δεν αξιοποιούν τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων, ενώ η ίδια η επιστημονική κοινότητα διχάζεται ή αδρανοποιείται και οι πολίτες δεν κατανοούν τη σοβαρότητα των κινδύνων, δεν είναι ενημερωμένοι, ή παραμένουν εγκλωβισμένοι στην καταναλωτική κουλτούρα του φθηνού σήμερα με οποιοδήποτε κόστος αύριο.
Παρότι μπορεί να φανεί ως εύκολη ερμηνεία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιδίωξη του κέρδους αποτελεί τον κύριο παράγοντα που οδηγεί σε αποφάσεις οι οποίες αγνοούν τόσο τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις παραγωγικών και τεχνολογικών επιλογών για το περιβάλλον και την ασφάλεια των συνθηκών ζωής, όσο και τους άμεσους και υπολογίσιμους κινδύνους. Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και η βραχυπρόθεσμη επιδίωξη της κερδοφορίας έχουν εντείνει την υποτίμηση αυτών των κινδύνων.
Ωστόσο, ανάμεσα σε έναν καπιταλιστή που συμμετείχε ή συμμετέχει στο ξεκίνημα ενός πολέμου και έναν «επενδυτή» που βγάζει κέρδη από την καταστροφή των τροπικών δασών, υπάρχει μια διαφορά: ο πρώτος είχε λόγους να είναι σίγουρος πως τα δεινά του πολέμου δεν θα τον αγγίξουν, ενώ ο δεύτερος συνδυάζει τις καταστροφικές επιλογές του με την αβάσιμη πίστη στην ικανότητα του συστήματος να εξασφαλίσει τουλάχιστον την επιβίωση των ισχυρών αυτού του κόσμου. Όσο κι αν αυτό ακούγεται ως ελαφρυντικό, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από το ότι η αλλοτριωμένη αν και κυνική στάση απέναντι στη βιωσιμότητα του καπιταλισμού έχει κυριαρχήσει και στην τάξη από την οποία θα περίμενε κανείς μια περισσότερο καθαρή συνείδηση.
Για τις γενιές που έχουν ενηλικιωθεί κατά την περίοδο του καπιταλισμού με κοινωνικό κράτος και με την παρουσία θεσμών προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι η δραστηριότητα των κρατικών οργάνων και υπηρεσιών έχει μετατεθεί προς την εξυπηρέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και έχει προσαρμοστεί στις επιταγές της κάθε επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας. Οι κυβερνήσεις εμπιστεύονται τους μηχανισμούς της αγοράς και τις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, παρά την εμφανή και επικίνδυνη καθυστέρηση που σημειώνεται σε όλους τους τομείς. Παρά τη σαφήνεια των προειδοποιήσεων και των στόχων που θέτουν ανεξάρτητοι ή διακρατικοί οργανισμοί, τα μεμονωμένα κράτη αντιστέκονται στη δημιουργία και λειτουργία θεσμών που υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον, συγκρουόμενοι με τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Απέναντι σ΄ αυτή την πραγματικότητα, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα εμφανίζει αντιφατικές συμπεριφορές. Από τη μία μεριά είναι γεγονός ότι η παραγωγή γνώσης σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η διατήρηση του σημερινού οικονομικού και τεχνολογικού μοντέλου έχει κάνει άλματα, ενώ, από την άλλη, οι στρατευμένες φωνές που ασκούν συστηματική κριτική στις πολιτικές των κυβερνήσεων και τις πρακτικές των επιχειρήσεων αποτελούν μια μειοψηφία που έχει στη διάθεσή της πολύ περιορισμένα μέσα. Αλλά το αίτημα που πρέπει να απευθυνθεί προς την επιστημονική κοινότητα δεν είναι μόνο να τοποθετείται περισσότερο συστηματικά και με κάθε ευκαιρία. Είναι εμφανές ότι σε πολλούς τομείς οι γνώσεις που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι επαρκείς και η στράτευση των επιστημόνων πρέπει να αφορά και στην εμβάθυνση των γνώσεων αυτών με την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας σε υπαρκτούς ή νέους τομείς.
Οι εργαζόμενοι και οι πολίτες είναι περισσότερο παρά ποτέ ικανοί να απορροφήσουν επιστημονικές γνώσεις και να δράσουν με βάση τις γνώσεις αυτές και τη γνωστική ικανότητα την οποία διαμορφώνουν. Τρεις κατηγορίες παραγόντων εμποδίζουν την ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων και τη μόνιμη παρέμβαση εργαζομένων και πολιτών σε κρίσιμα θέματα που δεν αφορούν μόνο το περιβάλλον, αλλά και το σύνολο των επιλογών που αφορούν άμεσα και μακροπρόθεσμα στις συνθήκες ζωής. Πρόκειται για την ελλιπή διάχυση γνώσεων και πληροφοριών, για την πίεση που ασκούν ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου στην πλειοψηφία του πληθυσμού, και για την άρνηση των πολιτικών ελίτ να υιοθετήσουν τοποθετήσεις και προγράμματα τα οποία να λαμβάνουν συστηματικά υπόψη τον συνδυασμό του προϊόντος της επιστημονικής έρευνας με τις ανάγκες των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Μια στρατηγική για τη γνώση αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση στη βιώσιμη οργάνωση και διοίκηση της οικονομίας και της κοινωνίας και σε διαδικασίες υιοθέτησης αποφάσεων και διαχείρισης των πολιτικών, που βασίζονται σε δημοκρατικές λήψεις αποφάσεων από τους εργαζόμενους και τους πολίτες. Περιεχόμενο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η ενίσχυση και η ανάπτυξη της ανεξάρτητης έρευνας σε όλους τους τομείς που αφορούν στο παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, η επέκταση της εκπαίδευσης σε δημόσια ιδρύματα ως προς τη χρονική της διάρκεια και τα αντικείμενά της, η συστηματική επιμόρφωση και ενημέρωση των εργαζομένων και των πολιτών σε όλες τις ηλικίες, η επέκταση με άλματα των δημοσίων βιβλιοθηκών με παραδοσιακή και ηλεκτρονική μορφή, η μείωση του εργάσιμου χρόνου που θα καταργήσει την ανεργία και θα αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο, και η εξασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών και πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες για όλους.
Υπάρχουν σήμερα οι δυνατότητες να παλέψουμε για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής όχι μόνο με διεκδικήσεις σε υπάρχοντες θεσμούς και ιδρύματα, αλλά και με πρωτοβουλίες ομάδων που απασχολούνται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών ή ερευνητικών θεσμών, με τη δημιουργία ανεξάρτητων μελετητικών ή εκπαιδευτικών ομάδων, με πρωτοβουλίες εργαζομένων ή πολιτών που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν υπάρχουσες γνώσεις και να διεκδικήσουν την παραγωγή νέων. Τα κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν πλέον να οικοδομηθούν και να έχουν διαρκή αποτελέσματα για το σύνολο της κοινωνίας, χωρίς την ενσωμάτωση και την ανάπτυξη γνωστικών λειτουργιών και στόχων.
[1] Michael Hardt, Antonio Negri, Commonwealth, Harvard University Press, σ.vii
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν «Διανοητική εργασία, κοινωνικά κινήματα και έξοδος από την κρίση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Μέσα στον Ιανουάριο, ο συγγραφέας θα παρουσιάσει το βιβλίο σε εκδήλωση του Red Notebook.
Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν
Οι δραματικές σημερινές εξελίξεις δεν θα αντιμετωπιστούν παρά μέσα από αλλαγές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηριστούν επαναστατικές. Πρόκειται, ωστόσο, για μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια μαζικών κινητοποιήσεων ή εξεγέρσεων και όχι χάρη σε αυτές
Του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν
Το πρότυπο ανατροπής, το οποίο ήταν βαθιά ριζωμένο στη ριζοσπαστική σκέψη του 20ού αιώνα, είναι αυτό που προκύπτει από έναν πόλεμο και σε μια αποδιαρθρωμένη κοινωνία και παραγωγική δομή, τις οποίες η νέα επαναστατική εξουσία αναδιαρθρώνει και ανοικοδομεί περίπου εκ του μηδενός. Πρόκειται για ένα πρότυπο το οποίο προσεγγίζει το παρόν ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης και το μέλλον ως όραμα για το οποίο είναι αναγκαίο και αποδεκτό να θυσιαστούν αρχές αλλά και στόχοι. Η σημερινή, όμως, περίοδος της διαρκούς κρίσης και της θεσμοθετημένης έκτακτης κατάστασης δεν επιτρέπει να διαχωριστεί με αυτό τον τρόπο το παρόν από το μέλλον, οι επιδιώξεις της δράσης από την πραγματικότητα. Το μόνο σχέδιο που είναι δυνατό είναι αυτό «...της δημοκρατικής πολιτικής δράσης στο εσωτερικό και εναντίον της Αυτοκρατορίας» [1]. Δεν μπορεί να περιμένει κανείς την εκδήλωση της κρίσης γιατί είναι ήδη παρούσα, και δεν μπορεί να αναμένει μια εξέγερση όταν τα πράγματα «φθάσουν στο απροχώρητο», διότι η διαχείριση της κρίσης τα οδηγεί σκόπιμα εκεί, δηλαδή στην αποδυνάμωση των κοινωνικών αντιστάσεων αλλά και στην ενίσχυση των ιεραρχιών και των εξουσιών.
Το κυρίαρχο πρότυπο ανατροπής είναι επίσης καχύποπτο, στη χειρότερη περίπτωση, και άπειρο, στην καλύτερη, σχετικά με τον σεβασμό των δημοκρατικών διαδικασιών και τον πλουραλισμό στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Η απαγόρευση, η καταστολή ή η κατάργηση των αντιπολιτευόμενων, από τους ναύτες της Κροστάνδης και τη ρωσική εργατική αντιπολίτευση, ως την αιματηρή κυριάρχηση των σταλινικών στον ισπανικό εμφύλιο και την ελληνική αντίσταση, συνεχίζουν να αποτελούν μέρος της φυσιολογικής ροής της ιστορίας για το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Στην πράξη, το αποτέλεσμα που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας είναι ότι οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις όχι μόνο επιδιώκουν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να έχουν εξουσιαστικές σχέσεις με κινηματικούς χώρους, αλλά επιδιώκουν συστηματικά να εμποδίσουν τη δημιουργία πολυφωνικών κινημάτων. Μια τέτοια προσέγγιση εντάσσεται πολλές φορές στην προοπτική μιας μελλοντικής εξέγερσης που θα αναδείξει τις δυνατότητες των «επαναστατικών» οργανώσεων, αλλά αποτελεί και έναν ισχυρό μηχανισμό παρεμπόδισης της συγκρότησης αυτόνομων, πολυφωνικών κινημάτων, ικανών να θέσουν τις βάσεις για σημαντικές αλλαγές των συσχετισμών μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Οι δραματικές σημερινές εξελίξεις δεν θα αντιμετωπιστούν παρά μέσα από αλλαγές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηριστούν επαναστατικές. Αλλαγές που μπροστά στην αποδιοργάνωση των οικονομιών και των κοινωνιών, μπροστά στην ορατή απειλή μιας εκτός ελέγχου κλιματικής αλλαγής, απαιτούν την εγκαθίδρυση της ικανότητας των κοινωνιών να αποκτήσουν τον έλεγχο του παρόντος και του μέλλοντός τους. Για να αποκτηθεί αυτή η ικανότητα, για να δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη διαμόρφωση της κοινωνίας των «συνεταιρισμένων παραγωγών», θα χρειαστούν στρατηγικές και άμεσες επιλογές επιστημονικά θεμελιωμένες, θα χρειαστεί η κατοχύρωση της δυνατότητας κοινωνικού ελέγχου τόσο των επιλογών όσο και της υλοποίησής τους, και θα χρειαστεί επίσης η εξασφάλιση της δυνατότητας των εργαζομένων και των πολιτών να μαθαίνουν τόσο από τη συμμετοχή τους στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων σε όλους τους τομείς, όσο και μέσω της μαθησιακής αξιοποίησης του μη εργάσιμου χρόνου που μπορεί να επεκταθεί άμεσα χάρη στη συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας.
Πρόκειται για μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια μαζικών κινητοποιήσεων ή εξεγέρσεων και όχι χάρη σε αυτές. Πρόκειται ακριβώς για επανάσταση, διότι θα ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα μέσα από τη δημιουργία κινηματικών δομών που θα αξιοποιήσουν τη διάχυτη γνώση και την υπαρκτή εμπειρογνωμοσύνη των εργαζομένων και των πολιτών, για τη διατύπωση και την επιβολή προτάσεων και λύσεων σε θέματα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, για την παραδειγματική και ουσιαστική εγκαθίδρυση πρωτοβουλιών για την παραγωγή και την αλληλεγγύη. Διότι θα θέσει το θέμα της προγραμματικής επεξεργασίας και του σχεδιασμού στο επίκεντρο των κινηματικών δραστηριοτήτων, αφήνοντας πίσω τη σημερινή διεκδικητική και καταγγελτική πρακτική απέναντι σε μια εξουσία και σε άρχουσες τάξεις που οργανώνουν την αποδυνάμωση κάθε κοινωνικής αντίστασης. Διότι θα δημιουργήσει δομές παραγωγής γνώσης για τη θεμελίωση από τους κινητοποιημένους εργαζόμενους και πολίτες των μακροπρόθεσμων και άμεσων επιλογών, που είναι αναγκαίες για να αποκατασταθούν οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες, για να βελτιωθεί ο σχεδιασμός της παραγωγής και της κατανομής του κοινωνικού πλούτου που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την αλληλεγγύη.
Η κρίση στην Ιαπωνία, στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, επιβεβαιώνει από τη μία μεριά την ορθότητα των προβλέψεων επιστημονικών κοινοτήτων και κινημάτων πολιτών σχετικά με τους πολύ σοβαρούς κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση αυτής της μορφής ενέργειας, αλλά επιβεβαιώνεται, από την άλλη, η τρομακτική ανευθυνότητα των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο και ακόμα η ακατανόητη σε μεγάλο βαθμό επιλογή των πολιτικών ελίτ να υποτάσσονται απολύτως στις ανάγκες της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Η απάντηση σε αυτή την επικίνδυνη στρατηγική επιλογή, που αφορά με τον ίδιο τρόπο τα ζητήματα τα οποία συνδέονται με την ανθρωπογενή υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή, θα προέλθει από την ταυτόχρονη επιστημονική θεμελίωση αρνήσεων και εναλλακτικών λύσεων, αλλά και από την ενεργό και μαζική παρέμβαση των κινημάτων πολιτών.
Η κρίση αυτή, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης πολλών παραγόντων που εμποδίζουν την αποφυγή τέτοιων συμβάντων στον σημερινό κόσμο με τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων. Πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες που εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με ορατές, εξελισσόμενες ή απειλούμενες περιβαλλοντικές καταστροφές, αλλά και σχετικά με τις νεοφιλελεύθερες μεθόδους διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα είναι σε θέση να εξελίξει την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία, και ταυτόχρονα να αναδείξει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών οι τεχνικές και οικονομικές επιλογές που υιοθετούνται. Αλλά αυτό που συμβαίνει τελικά είναι ότι λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες δεν αξιοποιούν τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων, ενώ η ίδια η επιστημονική κοινότητα διχάζεται ή αδρανοποιείται και οι πολίτες δεν κατανοούν τη σοβαρότητα των κινδύνων, δεν είναι ενημερωμένοι, ή παραμένουν εγκλωβισμένοι στην καταναλωτική κουλτούρα του φθηνού σήμερα με οποιοδήποτε κόστος αύριο.
Παρότι μπορεί να φανεί ως εύκολη ερμηνεία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιδίωξη του κέρδους αποτελεί τον κύριο παράγοντα που οδηγεί σε αποφάσεις οι οποίες αγνοούν τόσο τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις παραγωγικών και τεχνολογικών επιλογών για το περιβάλλον και την ασφάλεια των συνθηκών ζωής, όσο και τους άμεσους και υπολογίσιμους κινδύνους. Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και η βραχυπρόθεσμη επιδίωξη της κερδοφορίας έχουν εντείνει την υποτίμηση αυτών των κινδύνων.
Ωστόσο, ανάμεσα σε έναν καπιταλιστή που συμμετείχε ή συμμετέχει στο ξεκίνημα ενός πολέμου και έναν «επενδυτή» που βγάζει κέρδη από την καταστροφή των τροπικών δασών, υπάρχει μια διαφορά: ο πρώτος είχε λόγους να είναι σίγουρος πως τα δεινά του πολέμου δεν θα τον αγγίξουν, ενώ ο δεύτερος συνδυάζει τις καταστροφικές επιλογές του με την αβάσιμη πίστη στην ικανότητα του συστήματος να εξασφαλίσει τουλάχιστον την επιβίωση των ισχυρών αυτού του κόσμου. Όσο κι αν αυτό ακούγεται ως ελαφρυντικό, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από το ότι η αλλοτριωμένη αν και κυνική στάση απέναντι στη βιωσιμότητα του καπιταλισμού έχει κυριαρχήσει και στην τάξη από την οποία θα περίμενε κανείς μια περισσότερο καθαρή συνείδηση.
Για τις γενιές που έχουν ενηλικιωθεί κατά την περίοδο του καπιταλισμού με κοινωνικό κράτος και με την παρουσία θεσμών προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι η δραστηριότητα των κρατικών οργάνων και υπηρεσιών έχει μετατεθεί προς την εξυπηρέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και έχει προσαρμοστεί στις επιταγές της κάθε επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας. Οι κυβερνήσεις εμπιστεύονται τους μηχανισμούς της αγοράς και τις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, παρά την εμφανή και επικίνδυνη καθυστέρηση που σημειώνεται σε όλους τους τομείς. Παρά τη σαφήνεια των προειδοποιήσεων και των στόχων που θέτουν ανεξάρτητοι ή διακρατικοί οργανισμοί, τα μεμονωμένα κράτη αντιστέκονται στη δημιουργία και λειτουργία θεσμών που υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον, συγκρουόμενοι με τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Απέναντι σ΄ αυτή την πραγματικότητα, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα εμφανίζει αντιφατικές συμπεριφορές. Από τη μία μεριά είναι γεγονός ότι η παραγωγή γνώσης σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η διατήρηση του σημερινού οικονομικού και τεχνολογικού μοντέλου έχει κάνει άλματα, ενώ, από την άλλη, οι στρατευμένες φωνές που ασκούν συστηματική κριτική στις πολιτικές των κυβερνήσεων και τις πρακτικές των επιχειρήσεων αποτελούν μια μειοψηφία που έχει στη διάθεσή της πολύ περιορισμένα μέσα. Αλλά το αίτημα που πρέπει να απευθυνθεί προς την επιστημονική κοινότητα δεν είναι μόνο να τοποθετείται περισσότερο συστηματικά και με κάθε ευκαιρία. Είναι εμφανές ότι σε πολλούς τομείς οι γνώσεις που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι επαρκείς και η στράτευση των επιστημόνων πρέπει να αφορά και στην εμβάθυνση των γνώσεων αυτών με την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας σε υπαρκτούς ή νέους τομείς.
Οι εργαζόμενοι και οι πολίτες είναι περισσότερο παρά ποτέ ικανοί να απορροφήσουν επιστημονικές γνώσεις και να δράσουν με βάση τις γνώσεις αυτές και τη γνωστική ικανότητα την οποία διαμορφώνουν. Τρεις κατηγορίες παραγόντων εμποδίζουν την ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων και τη μόνιμη παρέμβαση εργαζομένων και πολιτών σε κρίσιμα θέματα που δεν αφορούν μόνο το περιβάλλον, αλλά και το σύνολο των επιλογών που αφορούν άμεσα και μακροπρόθεσμα στις συνθήκες ζωής. Πρόκειται για την ελλιπή διάχυση γνώσεων και πληροφοριών, για την πίεση που ασκούν ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου στην πλειοψηφία του πληθυσμού, και για την άρνηση των πολιτικών ελίτ να υιοθετήσουν τοποθετήσεις και προγράμματα τα οποία να λαμβάνουν συστηματικά υπόψη τον συνδυασμό του προϊόντος της επιστημονικής έρευνας με τις ανάγκες των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Μια στρατηγική για τη γνώση αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση στη βιώσιμη οργάνωση και διοίκηση της οικονομίας και της κοινωνίας και σε διαδικασίες υιοθέτησης αποφάσεων και διαχείρισης των πολιτικών, που βασίζονται σε δημοκρατικές λήψεις αποφάσεων από τους εργαζόμενους και τους πολίτες. Περιεχόμενο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η ενίσχυση και η ανάπτυξη της ανεξάρτητης έρευνας σε όλους τους τομείς που αφορούν στο παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, η επέκταση της εκπαίδευσης σε δημόσια ιδρύματα ως προς τη χρονική της διάρκεια και τα αντικείμενά της, η συστηματική επιμόρφωση και ενημέρωση των εργαζομένων και των πολιτών σε όλες τις ηλικίες, η επέκταση με άλματα των δημοσίων βιβλιοθηκών με παραδοσιακή και ηλεκτρονική μορφή, η μείωση του εργάσιμου χρόνου που θα καταργήσει την ανεργία και θα αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο, και η εξασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών και πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες για όλους.
Υπάρχουν σήμερα οι δυνατότητες να παλέψουμε για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής όχι μόνο με διεκδικήσεις σε υπάρχοντες θεσμούς και ιδρύματα, αλλά και με πρωτοβουλίες ομάδων που απασχολούνται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών ή ερευνητικών θεσμών, με τη δημιουργία ανεξάρτητων μελετητικών ή εκπαιδευτικών ομάδων, με πρωτοβουλίες εργαζομένων ή πολιτών που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν υπάρχουσες γνώσεις και να διεκδικήσουν την παραγωγή νέων. Τα κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν πλέον να οικοδομηθούν και να έχουν διαρκή αποτελέσματα για το σύνολο της κοινωνίας, χωρίς την ενσωμάτωση και την ανάπτυξη γνωστικών λειτουργιών και στόχων.
[1] Michael Hardt, Antonio Negri, Commonwealth, Harvard University Press, σ.vii
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν «Διανοητική εργασία, κοινωνικά κινήματα και έξοδος από την κρίση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Μέσα στον Ιανουάριο, ο συγγραφέας θα παρουσιάσει το βιβλίο σε εκδήλωση του Red Notebook.
Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου