Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει στην πανεπιστημιακή κοινότητα το «κείμενο διαβούλευσης» για τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που κατέθεσε η υπουργός Παιδείας στην 65η Σύνοδο των Πρυτάνεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως σήμερα συνεδριάζει στο Ρέθυμνο η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης, προκειμένου να αποφασίσει και να καταθέσει τις προτάσεις της στη σύνοδο των πρυτάνεων που θα πραγματοποιηθεί, το επόμενο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα.
Ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης σε σχετική απόφαση που εξέδωσε χαρακτήρισε το «κείμενο διαβούλευσης» ως συνέχεια και αποκορύφωμα της συστηματικής προσπάθειας των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια, να απαξιώσουν το πανεπιστήμιο, να περιστείλουν τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, να κλονίσουν στην πράξη τη συνταγματική επιταγή του δημόσιου χαρακτήρα του και να μεταθέσουν τις ευθύνες τους για την ήδη εδραιωμένη υποχρηματοδότησή του.
Στο κείμενο της απόφασής του ο Ενιαίος Φορέας αναφέρεται στις σημαντικότερες αλλαγές που προβλέπονται από τις κυβερνητικές εξαγγελίες και έπειτα τοποθετείται απέναντι σε αυτές εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιδρά.
Τι προτείνει το Υπουργείο:
1. Αυτοδιοίκηση: Η κατά το Σύνταγμα «πλήρης αυτοδιοίκηση» των πανεπιστημίων καταργείται με τη θέσπιση «Συμβουλίου Διοίκησης», στο οποίο συμμετέχουν στελέχη του πανεπιστημίου μαζί με εξωπανεπιστημιακές «προσωπικότητες» (διορισμένες προφανώς). Το εν λόγω συμβούλιο αναλαμβάνει στρατηγικού χαρακτήρα αρμοδιότητες που σήμερα έχουν τα εκλεγμένα όργανα διοίκησης (η Σύγκλητος, ο Πρύτανης και οι Γ.Σ. των Τμημάτων). Το Συμβούλιο επιλέγει τον Πρύτανη, μετά από διεθνή διαγωνισμό!
2. Χρηματοδότηση: Η κρατική χρηματοδότηση του πανεπιστημίου, από συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, γίνεται προνόμιο που παραχωρείται υπό όρους. Αφενός η χρηματοδότηση συνδέεται ρητά με την αξιολόγηση: “οι μάσκες πέφτουν”, λοιπόν, δικαιώνοντας πλήρως την αυστηρή κριτική της ακαδημαϊκής κοινότητας για τις πραγματικές στοχεύσεις ακραία ποσοτικοποιημένων και απλουστευτικών μηχανισμών κρίσης του ακαδημαϊκού έργου, οι οποίοι προσιδιάζουν μάλλον σε επιχειρηματικούς οργανισμούς παρά σε πανεπιστήμια. Αφετέρου όροι χρηματοδότησης, όπως ο αριθμός εισερχομένων φοιτητών ή/και αποφοίτων, εκτός του ότι δεν έχουν ακαδημαϊκό περιεχόμενο, υπονομεύουν την ποιότητα του ακαδημαϊκού έργου.
3. Θεσμική και επιστημονική αυτοτέλεια: Στο όνομα μιας στρεβλής «διεπιστημονικότητας», το κύτταρο της ακαδημαϊκής δομής, το Τμήμα, καταργείται ως λειτουργική μονάδα παραγωγής επιστημονικού έργου σε ένα οριοθετημένο κλάδο, και, συνακόλουθα, καταργείται και ως θεμελιακή διοικητική μονάδα. Αρμοδιότητες όπως η συγκρότηση προγράμματος σπουδών που θα ανταποκρίνεται στις επιστημονικές απαιτήσεις του κάθε πεδίου, περνούν σε δομές παντελώς άσχετες με τον κάθε επιστημονικό κλάδο. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί ο κατακερματισμός της ενότητας των σπουδών και των πτυχίων που προωθείται με την πρακτική άθροισης πιστωτικών μονάδων από μαθήματα σε Α.Ε.Ι. αλλά και σε ιδρύματα «δια βίου εκπαίδευσης». Συνακόλουθα διασπάται και η ενιαία ακαδημαϊκή ταυτότητα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κλάδο.
4. Διδακτικό Προσωπικό και Εργασιακές σχέσεις: Η μονιμότητα στη βαθμίδα του Επίκουρου καταργείται, ενώ ταυτόχρονα τίθεται εν αμφιβόλω γενικώς η μονιμότητα όλου του επιστημονικού προσωπικού του πανεπιστημίου. Επίσης, δημιουργείται επιστημονικό προσωπικό «δυο ταχυτήτων»: ο Λέκτορας ως διακριτή βαθμίδα Δ.Ε.Π. καταργείται και μετατρέπεται σε ειδική κατηγορία διδασκόντων με μειωμένα καθήκοντα και δικαιώματα.
Η παράλληλη κατάργηση του θεσμού των συμβασιούχων διδασκόντων, δίχως την ταυτόχρονη προκήρυξη αντίστοιχων θέσεων μελών Δ.Ε.Π., θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ποιότητα των σπουδών, αυξάνοντας δραματικά τις ήδη επιβαρυμένες διδακτικές υποχρεώσεις του επιστημονικού προσωπικού στα πανεπιστήμια. Ιδιαίτερο βάρος θα πέφτει προφανώς στις ιεραρχικά κατώτερες κατηγορίες διδασκόντων. Το σύνολο των προβλεπόμενων αυτών ρυθμίσεων, σε συνδυασμό με την ουσιαστική κατάργηση των Τμημάτων, συνιστά μια ιδιότυπη επαναφορά της «έδρας» στην ακαδημαϊκή ζωή.
5. Μισθολογικά: Μεταφέροντας τη μισθοδοσία του Δ.Ε.Π. στον προϋπολογισμό των πανεπιστημίων, η πολιτεία παύει ουσιαστικά να αναγνωρίζει την υποχρέωσή της να καταβάλλει ολόκληρο τον μισθό του προσωπικού, αλλά μόνο τμήμα του. Το υπόλοιπο, υποθετικά, θα συμπληρώνεται από «άλλους» πόρους. Επίσης το ενιαίο μισθολόγιο των μελών Δ.Ε.Π. παύει να υφίσταται εφόσον το πανεπιστήμιο θα διαπραγματεύεται τους μισθούς των μελών του σε ατομικό επίπεδο.
6. Φοιτητική μέριμνα και επιβολή διδάκτρων: Η απώλεια κρατικών πόρων για το δημόσιο πανεπιστήμιο μοιραία θα οδηγήσει σε επιβολή διδάκτρων και στο προπτυχιακό επίπεδο, ενώ προβλέπεται η προσφορά δανείων «σε συνεργασία με τις τράπεζες» στους φοιτητές, για να μπορέσουν να σπουδάσουν. Δανείων, τα οποία (άγνωστο πώς) θα κληθούν αργότερα να αποπληρώσουν μέσα σε ένα ραγδαία καταρρέον εργασιακό περιβάλλον που θεσμοθετείται από την κυβέρνηση. Η πλήρης εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στη σίτιση και τη στέγαση των φοιτητών είναι επίσης βέβαιο ότι θα επιβαρύνει (τον ήδη πολλαπλώς επιβαρυμένο) προϋπολογισμό της ελληνικής οικογένειας.
«Αυτό το εγχείρημα «μεταρρύθμισης» του πανεπιστημίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά με τον τρόπο αυτό στη χώρα μας, ωστόσο, δεν συνιστά ελληνική ιδιοτυπία» αναφέρει ο Ενιαίος Φορέας σημειώνοντας πως οι συγκεκριμένες πολιτικές, εφαρμόζονται διεθνώς στον χώρο των πανεπιστημίων τις τελευταίες δεκαετίες και υπηρετούν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από μια διπλή στρατηγική σε εθνικό επίπεδο: τη συρρίκνωση της συμμετοχής του κράτους στις δαπάνες της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα την αύξηση του κρατικού ελέγχου στα πανεπιστήμια, ώστε να αμβλυνθούν ή να εξουδετερωθούν στην πράξη οι ακαδημαϊκές εκείνες ελευθερίες, λειτουργίες και δομές που ιστορικά είχαν εγγυηθεί την ετερογένεια του πανεπιστημιακού θεσμού από τη σφαίρα της αγοράς.
Μέσα από το κείμενο της διαβούλευσης το πανεπιστήμιο προσομοιώνεται με επιχειρηματικό οργανισμό αναγορεύοντας έτσι κατά τρόπο αυτονόητο την (υποτιθέμενη) «ευελιξία», την «πιστοποίηση της ποιότητας» των «παρεχόμενων υπηρεσιών» και την «ανταγωνιστικότητα» στις «νέες προκλήσεις» σε ύψιστα κριτήρια της κοινωνικής προσφοράς της ανώτατης εκπαίδευσης.
Θεωρούμε ότι οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτυπώνουν τις παραπάνω αντιλήψεις και στοχεύσεις κατά τρόπο υποδειγματικό, και μάλιστα ακραίο. Το πλαίσιο των προτεινόμενων αλλαγών δεν αναγγέλλει μόνο το τέλος του «πανεπιστημίου της Μεταπολίτευσης» αλλά οι αλλαγές αυτές παραβιάζουν το ίδιο το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου, που υπήρξε η ιστορική συνθήκη της γένεσης και λειτουργίας του θεσμού στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Συγχρόνως, οι κυβερνητικές αυτές εξαγγελίες κατατείνουν και στην άρση του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, παραβιάζουν δηλαδή και τις δυο σχετικές θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνει το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος” αναφέρει ο Ενιαίος Φορέας.
Σχολιάζοντας το γεγονός πως το κείμενο διαβούλευσης απορρίφθηκε μαζικά από τα πανεπιστήμια της χώρας ο Ενιαίος Φορέας αρνήθηκε να καταθέσει προτάσεις οι οποίες να στηρίζονται με οποιοδήποτε τρόπο στο κείμενο αυτό και παράλληλα κάλεσε την κυβέρνηση «να συναισθανθεί τις ευθύνες της από την εμμονή της σε αυτό ως μοναδικό πλαίσιο «διαβούλευσης», μετατρέποντας έτσι τη διαδικασία του διαλόγου σε εκβιαστικό μηχανισμό νομιμοποίησης προειλημμένων αποφάσεων»!
Η γενική συνέλευση του Ε.Φ.Δ.-Σ.Κ.Ε κατέθεσε επίσης τις σκέψεις για τα προαπαιτούμενα έτσι ώστε να είναι εφικτή η συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη:
«1.Κάθε συζήτηση που έχει στόχο να βελτιωθεί η δομή και η λειτουργία του Δημόσιου Πανεπιστημίου και να αναβαθμιστεί το ερευνητικό και διδακτικό του έργο σε συνθήκες ελευθερίας, πραγματικής κοινωνικής λογοδοσίας και διαφάνειας είναι ένα εγχείρημα πλήρως ασυμβίβαστο με το κατ’ όνομα «πανεπιστήμιο» της ελεύθερης αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών που εισαγάγει το εν λόγω κυβερνητικό κείμενο και τα επιμέρους μέτρα του. Συνεπώς η συζήτηση αυτή, και οι προτάσεις που θα διαμορφώνονται, δεν μπορούν, σε κανένα τους σημείο, να καθοδηγούνται από το πρότυπο αυτό, χωρίς να υπονομεύουν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και το Σύνταγμα που το κατοχυρώνει.
2. Αντιθέτως, οι προτεινόμενες αλλαγές πρέπει να καθοδηγούνται από τη φιλοσοφία του νόμου-πλαισίου του 1982: ο νόμος αυτός, παρά τις ατέλειες και ελλείψεις του, έκανε μια τομή στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας, θέτοντας τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε με σύγχρονους όρους το μεταπολιτευτικό δημόσιο, αυτοδιοικούμενο και συμμετοχικό πανεπιστήμιο. Συνεπώς, η θεσμική αναμόρφωση του τελευταίου, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ανατροπή των βασικών αρχών αυτού του νόμου-πλαισίου, αλλά ως περαιτέρω ενίσχυση και αναβάθμισή τους.
3. Η συζήτηση για τη θεσμική αναμόρφωση του πανεπιστημίου πρέπει, όμως παράλληλα, να καθοδηγείται και από τη σε βάθος ανάλυση της μακρόχρονης εμπειρίας μας από την εφαρμογή στην πράξη αυτού του θεσμικού πλαισίου, όπως και των διαδοχικών τροποποιήσεών του..
4. Το εγχείρημα αυτό, είτε οδηγήσει σε ένα νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ είτε όχι, οφείλει πάνω από όλα, να υπηρετεί ένα διττό στόχο: να δεσμεύει ρητά την πολιτεία για την επαρκή δημόσια χρηματοδότηση των λειτουργιών και του έργου του και να διευρύνει αποφασιστικά όλες τις υπάρχουσες θεσμικές εγγυήσεις της αυτοτέλειας του πανεπιστημίου, τόσο από το κράτος όσο και από οικονομικά κέντρα εξουσίας. Συνεπώς ένας «σκληρός πυρήνας» δομών και αρχών προς αυτή τη διττή κατεύθυνση πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτος, όπως:
- η διατήρηση της ισχύουσας βασικής αυτό-διοικητικής δομής του πανεπιστημίου,
- η διατήρηση, ειδικότερα, του Τμήματος ως θεμελιακής διοικητικής και ακαδημαϊκής μονάδας του πανεπιστημίου,
- η διατήρηση εσωτερικά ιεραρχημένης αλλά ενιαίας δομής του ΔΕΠ,
- η περιφρούρηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης ιδιότητας των πανεπιστημιακών ως Δημοσίων Λειτουργών και του ενιαίου και κεντρικά ελεγχόμενου μισθολογίου/ τρόπου μισθοδοσίας των διδασκόντων και όλου του προσωπικού των πανεπιστημίων
- η προσήλωση στον δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και η ενίσχυση της δημόσιας-κοινωνικής φυσιογνωμίας του πανεπιστημίου.
«Γενικά, μόνο υπό τις συνθήκες διασφάλισης της παραπάνω διττής ανεξαρτησίας, από το κράτος και την αγορά, ενός σταθερά δημόσιου πανεπιστημίου, μπορεί να αναπτυχθούν με ακαδημαϊκούς όρους και κριτήρια μηχανισμοί κοινωνικής λογοδοσίας και αποτίμησης του έργου του και να αξιοποιηθεί επωφελώς η σχέση του πανεπιστημίου με την ιδιωτική οικονομία και την οικονομική ανάπτυξη, στο πλαίσιο, όμως, μιας εθνικής στρατηγικής για την έρευνα με κύριο μοχλό τα ίδια τα πανεπιστήμια (ως προς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την ερευνητική πολιτική και ως προς τις πρακτικές διαστάσεις της έρευνας).
Εκτιμούμε ότι, πράγματι, έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές ανάγκες και οι υποκειμενικές ετοιμότητες, για να αναπτυχθεί, “από τα κάτω”, με πρωτοβουλία και ευθύνη της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας, μια διαδικασία αλλαγών στο ισχύον καθεστώς των πανεπιστημίων στη χώρα μας. Η διεκδίκηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων από τη δική μας πλευρά δεν είναι μόνο μια ορθολογική και δίκαιη απάντηση στον ανεύθυνο, υποτιμητικό και ουσιαστικά εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους λειτουργούς του δημόσιου πανεπιστημίου, ενόψει της δρομολόγησης αλλαγών που θα ανατρέψουν συθέμελα αυτό το πανεπιστήμιο. Είναι η έμπρακτη διεκδίκηση του δικαιώματός μας να αρθρώνουμε έναν λόγο αυτόνομο και ουσιαστικό για τα θέματα που μας αφορούν, για το μέλλον του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως το οραματιζόμαστε» αναφέρει τέλος ο Ενιαίος Φορέας.
GOODnet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου