Του Γιώργου Κολέμπα
Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/97013
O οικογεωργός και πρώην εκπαιδευτικός Γιώργος Κολέμπας, ο οποίος από το 1990, προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στην στρατηγική της τοπικοποίησης, στο πλαίσιο της γενικότερης πρότασης για απο-ανάπτυξη, ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και τη μετάβαση σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη και οικολογική κοινωνία της
ισοκατανομής, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, για "τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας", με αφορμή το νέο βιβλίο Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης.
"Η καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται βασικά σε δύο τομείς:
•1) Στον κρατικό τομέα με τη μορφή του «κράτους επιχειρηματία» -που στη φάση της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού υποχωρεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων-ή τη μορφή του «κράτους πρόνοιας»-που και αυτό υποχωρεί είτε αυτοκαταργώντας τον εαυτό του είτε ιδιωτικοποιώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες.
•2) Στον ιδιωτικό τομέα με τον εταιρικό τρόπο του «επιχειρείν». Αυτός ο τομέας έχει διογκωθεί τόσο που στη φάση της παγκοσμιοποίησης έχουμε σαν αποτέλεσμα 147 μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) να ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη!
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τομέας- μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού - που έχει αναπτυχθεί σήμερα, και τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.α.
Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου.
Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκείμενων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερ-κρατικούς σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που προφανώς διακατέχονται από πολύ διαφορετικές επιδιώξεις και αναφορές. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λόγοι που αρθρώνονται και οι πρακτικές που υιοθετούνται κάποιες φορές συγκλίνουν, συχνά αποδεικνύονται ασύμβατοι, ακόμη και αντιθετικοί, οδηγώντας σε αποκλίνοντα μονοπάτια.
Στον ελλαδικό χώρο, έχουν επικρατήσει δύο βασικά όροι: είτε ο θεσμικός όρος «κοινωνική οικονομία» (ήδη έχει ψηφισθεί νόμος από τη Κυβέρνηση), είτε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» από μια πληθώρα πρωτοβουλιών βάσης. Το θέμα δεν είναι δεδομένο και αντικειμενικό. Πρόκειται για όρους και πρακτικές υπό διαμόρφωση και το σημαντικό είναι να περιγράψουμε ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να πάρει αυτή η οικονομία και εκεί να ρίξουμε το βάρος.
Καταρχήν καλύτερα είναι να δεχθούμε τον συμπτυγμένο όρο «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» συνδυάζοντας τα δύο κύρια ρεύματα πρακτικής που υπάρχουν και αποδεχόμενοι τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και της συμπληρωματικότητας –ως προς την καπιταλιστική οικονομία- και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης των «από κάτω», αφού ο στόχος είναι να αποτελέσει την οικονομία της μετάβασης προς ένα διαφορετικό από τον καπιταλισμό κοινωνικό σχηματισμό.
Τα καταρχήν λοιπόν χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μέχρι τώρα-αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να εξελιχθούν παραπέρα- είναι:
•Διαχείριση υφιστάμενων προβλημάτων με πεδίο αναφοράς την ηθική διάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τη πολιτική διάσταση με τα κοινωνικά δικαιώματα.
•Λειτουργική και θεσμική σύνδεση με το νομικό πλαίσιο που υπάρχει, αλλά και οικονομική και θεσμική αυτονομία- ανεξαρτησία με διεκδικητική στάση.
•Αρχική διασύνδεση με την αγορά, αλλά με προτεραιότητα τη σταδιακή αποσύνδεση και την ανάπτυξη εναλλακτικών- αλληλέγγυων δομών.
•Η κλίμακα και η μορφή της εσωτερικής οργάνωσης αυτών των δομών μπορούν να ποικίλουν, ανάλογα με το είδος μονάδας και τη στόχευση. Αποκλείονται περιπτώσεις μεγάλης κλίμακας και κάθετης οργάνωσης. Επιθυμητό το μικρό έως μεσαίο μέγεθος μονάδων και η έμφαση στην τοπικότητα, στη συμμετοχική και δημοκρατική λειτουργία.
•Πεδίο οικονομικής δράσης από αποσπασματικό- με έμφαση σε «αποκατάσταση ζημιών» και υπηρεσίες πρόνοιας- μέχρι και σφαιρικό, περιλαμβάνοντας το σύνολο της οικονομικής ζωής, χρηματικής ή μη.
•Συνέργειες και διασύνδεση μεταξύ μονάδων, φορέων, δικτύων και κοινωνικών κινημάτων, που ξεκινούν από το να είναι θεματικές και εντοπισμένες, αλλά μπορούν και επεκτείνονται σε διαθεματικές και περιφερειακές.
•Με απεύθυνση προς την κοινωνία και τους πολίτες για ευαισθητοποίηση, ενίσχυση, άμεση συμμετοχή, προσωπική δράση, ενεργοποίηση και συλλογική δράση.
Μια οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σήμερα-με τη μορφή επιχείρησης κοινωνικής βάσης ή συνεταιριστικής ή συνεργατικής (κολεκτίβας) και έχοντας απορρίψει την «μεγιστοποίηση» του κέρδους σαν μέτρο της επιτυχίας της οικονομικής δραστηριότητας- είναι επιτυχημένη, όταν συμβάλει κατά το «μέγιστο» δυνατό στην συλλογική-κοινωνική ευημερία(και όχι μόνο στην ευημερία των μελών της, όπως συμβαίνει με την καπιταλιστική επιχείρηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί η οικονομική της επιτυχία να στηρίζεται στη μείωση ακριβώς της ευημερίας και της ποιότητας ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας).
Η επιτυχία της αποδείχνει ότι στην ουσία ισχύει το αντίστροφο από ότι ισχυρίζεται ο καπιταλισμός: δεν είναι η ατομική ευημερία εκείνη που συνεπάγεται αυτόματα και την συλλογική ευημερία, αλλά η συλλογική είναι αυτή που συνεπάγεται και την ατομική ευημερία.
«Όποιος φροντίζει για όλους, φροντίζει και για τον εαυτό του».
Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να αποκτήσει κατά την περίοδο της μετάβασης είναι: να στηρίζεται στη διαφάνεια των στόχων και την κριτική τους, στη κοινωνική ασφάλεια και υπευθυνότητα με κοινωνική αναδιανομή των πλεονασμάτων, στην «κοινωνική αναγνώριση της αναγκαιότητας» των οικονομικών δραστηριοτήτων, στη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των μέσων παραγωγής, στην δημιουργική και ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και με συνεργατικές σχέσεις των εργαζομένων στις μονάδες της, στην αυτοδιαχείριση και τη δημοκρατική συν-απόφαση των χώρων εργασίας, στην αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες και άλλα είδη ζωής.
Να αποβλέπει στην «καλή υγιεινή ζωή» υπηρετώντας την συλλογική και ατομική κοινωνική ευημερία, καθώς και να αποβλέπει στην οικολογική βιωσιμότητα και τις μικρές αποστάσεις, στηριζόμενη περισσότερο στους τοπικούς φυσικούς πόρους(«οικονομία της εγγύτητας»). Να αποβλέπει επίσης στην όσο γίνεται μεγαλύτερη αυτοδυναμία των περιοχών και στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα συνδέονται προφανώς και με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μετάβασης, η οποία για να μπορέσει να κινηθεί πλειοψηφικά προς αυτήν-τη μεταβατική κοινωνία- θα χρειασθεί να έχει από τα πριν σκιαγραφήσει ποιο θα είναι το κοινωνικά αποδεκτό «συλλογικό- κοινωνικό όφελος».
Το τι θα θεωρείται συλλογική κοινωνική ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης δημοκρατικής(αμεσοδημοκρατικής) συζήτησης και συμφωνίας από την ίδια την κοινωνία της μετάβασης.
Υπάρχουν όμως ήδη αρκετά δεδομένα, ώστε να μη περιμένουμε να βρεθεί πρώτα η κοινωνία σε περίοδο μετάβασης και μετά να καθορίσουμε την «κοινωνική ευημερία», σαν ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Μπορούμε να ξεκινήσουμε ήδη από τώρα να τη σκιαγραφούμε, ώστε κάνοντάς την ελκυστική για την κοινωνική πλειοψηφία, να συμβάλουμε και στο να αποφασίσει να κινηθεί η ίδια προς τα εκεί.
Στην Ε.Ε. η «από τα πάνω» προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, στην καθαρά συμπληρωματική προς την καπιταλιστική μορφή της, φαίνεται ότι αποτελεί και πολιτική επιλογή των κρατικών μηχανισμών. Οι επιδιώξεις της επιλογής αυτής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρείας αντιπαράθεσης και να μην αποτελούν την βάση, ώστε να περιορίσουμε το φαντασιακό μας, όσον αφορά την οικονομία της μετάβασης. Πολύ περισσότερο, όταν απαντούνται στις ευρωπαϊκές χώρες ιδιαίτερα σημαντικά ρεύματα «από τα κάτω» που αποκλίνουν από το δρόμο της καθεστωτικής προώθησης.
Θα χρειασθεί βέβαια να απαντήσουμε με καθαρό τρόπο το εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας και στο δημόσιο διάλογο αυτής της οικονομίας;
Είναι ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά για μια οραματική και ζωογόνα αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μιας νέας και βιώσιμης ελληνικής κοινωνίας.
Μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το πρόσφατο βιβλίο μας: Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012.
Συμμετέχοντας τα προηγούμενα χρόνια σε εγχειρήματα «κοινωνικής χειραφέτησης» και στη δημιουργία δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, που εμπεριέχουν στοιχεία μιας οικονομίας μετάβασης σε έναν μετακαπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, και σαν απάντηση στην επιχειρούμενη από την πολιτική των «μνημονίων» στη χώρα ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών και συλλογικών αγαθών, προτείνουμε την –με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα-κοινωνικοποίησή τους.-"
Aποσπάσματα από το βιβλίο:
"«Το πρόταγμα για Κοινωνικοποίηση (αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με εκείνο για Τοπικοποίηση) της παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση βασικών ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών προβάλλει :
•α) Ως αδήριτη ανάγκη για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση και την υπέρβαση των ασύλληπτων αδιεξόδων, τα οποία έχει δημιουργήσει και εξακολουθεί να επισωρεύει, σε οικονομικό-εργασιακό-κοινωνικό-πολιτικό και οικολογικό επίπεδο, το οικονομικό σύστημα (καπιταλισμός ονομάζεται) που έχει αναγάγει τη μεγιστοποίηση του προσωπικού/του ιδίου οικονομικού κέρδους και συμφέροντος σε υπέρτατη αξία της ζωής αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις,
•β) Ως διέξοδος ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες από τη μία πλευρά του διακατεχόμενου από εντονότατο κρατισμό και αναποτελεσματικότητα ελληνικού κρατικού, δημόσιου και δημοτικού, τομέα, και από την άλλη πλευρά του σίφουνα της Ιδιωτικοποίησης που βρίσκει ως εκ τούτου το έδαφος προετοιμασμένο και σαρώνει (και) το δημόσιο χώρο.
Η Κοινωνικοποίηση αναδύεται με λίγα λόγια ως διέξοδος ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες του Κρατισμού και της Ιδιωτικοποίησης.
Ως ένας τρίτος τομέας μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος μπορεί:
•α) είτε να κινείται σε επίπεδο «λαϊκού καπιταλισμού»,
•β) είτε –διευρυνόμενος και βαθαίνοντας τους στόχους και τα περιεχόμενά του– να υποσκάπτει τα οικονομικά / παραγωγικά θεμέλια του «υπαρκτού καπιταλισμού» και να δημιουργεί τις ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε ένα εντελώς διαφορετικό οικονομικοπολιτικό σύστημα οργάνωσης και χειραφέτησης της κοινωνίας…
Η έννοια της "κοινωνικής οικονομίας" δεν είναι νέα. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα είχαν εμφανιστεί οι πρώτες οργανώσεις κοινωνικής οικονομίας στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, με τη μορφή συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων και συλλογικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν με τη νομική μορφή του συνεταιρισμού ή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας.
Τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες, η παρατεταμένη κρίση του Κράτους Πρόνοιας επιτρέπει την εμφάνιση μιάς νέας μορφής κοινωνικής οικονομίας, της επονομαζόμενης "αλληλέγγυας οικονομίας".
Παράλληλα, η αξιοποίηση των – από τη φύση τους αποκεντρωμένων, ήτοι παντού διάσπαρτων – Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) πραγματοποιείται σε χώρες του υπερ-ώριμου καπιταλισμού (όπως παρουσιάσαμε το παράδειγμα της Γερμανίας στο προηγούμενο κεφάλαιο Β.) όχι μόνον από τα κλασσικά επενδυτικά εταιρικά σχήματα, αλλά μέσα από πληθώρα μικρομεσαίων εταιρειών με κοινωνική συμμετοχή ή δημοτική βάση.
Η Κοινωνική Οικονομία δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένη ως έννοια. Παραθέτουμε στο σημείο αυτό τον ορισμό της κοινωνικής οικονομίας, τον οποίο δίνει ο πρόσφατος Νόμος 4019/ΦΕΚ 216/Α/30.9.2011 περί <<Κοινωνικής Οικονομίας και Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και λοιπές διατάξεις>> :
«Κοινωνική Οικονομία» είναι το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων».
Πρόκειται για έναν ορισμό της κοινωνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον οποίο επιδιώκεται συλλογικό όφελος, άρα δεν επιδιώκεται / δεν διανέμεται στους εταίρους οικονομικό κέρδος. Γενικότερα όμως, η κοινωνική οικονομία μπορεί να εμπεριέχει οικονομικό κέρδος, μπορεί όχι. (Διευκρινίζουμε στο σημείο αυτό ότι δραστηριότητες κοινωνικής οικονομίας δεν περιορίζονται στα οργανωτικά πλαίσια νομικών προσώπων ή εταιρειών.
Τα τελευταία χρόνια [προϊούσης της οικονομικής και της γενικότερης κρίσης του συστήματος] αναπτύσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου, και στην Ελλάδα, μια ποικιλία δραστηριοτήτων κοινωνικής οικονομίας από κατά τόπους Δίκτυα διαφόρων φορέων [τοπικά δίκτυα ανταλλακτικής οικονομίας, τράπεζες χρόνου, δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών, τράπεζες και ανταλλακτήρια σπόρων, Οικογιορτές κ.ά.]).
Όπου – καταστατικά επιδιώκεται και – επιτυγχάνεται οικονομικό κέρδος, αυτό σε άλλες περιπτώσεις διανέμεται στους εταίρους (όπως στο παράδειγμα της αξιοποίησης των ΑΠΕ στη Γερμανία), ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν διανέμεται στους εταίρους.
Στην περίπτωση διανομής εταιρικού κέρδους/μερισμάτων στους εταίρους, αυτή μπορεί να χαρακτηρίζεται από εντονότερα ή ασθενέστερα στοιχεία "λαϊκού ή κοινωνικού καπιταλισμού", στην περίπτωση μη διανομής του παραγόμενου οικονομικού κέρδους στους εταίρους έχουμε μία ΄΄αλληλέγγυα οικονομία΄΄ ή μία οικονομία με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα είναι και τα ενδεικνυόμενα για την κάθε περίπτωση εταιρικά σχήματα.
Για παράδειγμα, οι μορφές που μπορεί να πάρει η κοινωνικοποιημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αιχμή τις ΑΠΕ:
•Παραγωγή στα νοικοκυριά ή τις επιχειρήσεις με μετατροπή των κτιρίων σε συν-ενεργειακά (με την έννοια του θετικού ισοζυγίου μεταξύ παραγωγής-κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στα σπίτια με τοποθέτηση κατάλληλων φ/β συστημάτων).
•Παραγωγή στα αγροκτήματα(με μικρά συστήματα στα υπόστεγα και τις αποθήκες, καθώς και σε μη παραγωγική γη).
•Με τη μορφή μικρών ατομικών ή οικογενειακών επιχειρήσεων που εγκαθιστούν και λειτουργούν μικρά συστήματα ΑΠΕ σε ιδιωτική γη.
•Με τη μορφή επιχειρήσεων κοινωνικής («λαϊκής») βάσης με συμμετοχή των πολιτών που προτιμούν τις μικροοικονομίες τους, αντί να τις καταθέτουν στις τράπεζες, να τις «επενδύουν» στην παραγωγή ενέργειας με συστήματα ΑΠΕ σε συλλογική, δημοτική ή δημόσια γη. Νομικά αυτές οι επιχειρήσεις μπορεί να πάρουν τη μορφή συνεταιρισμών, ΕΠΕ, Α.Ε. κ.λπ.
•Με τη μορφή δημοτικών, διαδημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής σε δημοτικές εκτάσεις.
•Με τη μορφή μεικτών επιχειρήσεων που συμμετέχουν δημότες από τη μια και αντίστοιχοι τοπικοί δήμοι –που αναλαμβάνουν τη πρωτοβουλία-από την άλλη.
Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και στη χώρας μας θα ήταν -με την ευκαιρία της απελευθέρωσης- η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινοτητοποίηση των τοπικών ενεργειακών δικτύων.
Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη σημερινή δομή για τον ενεργειακό σχεδιασμό στην περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την ικανοποιητική παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους πολίτες της περιοχής και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών."
---
Ο Γιώργος Κολέμπας γεννήθηκε το 1950 στην Ήπειρο, τελείωσε γυμνάσιο-λύκειο στον Πειραιά και σπούδασε μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1968-1972) με μεταπτυχιακό Aufbaustudium Informatik στο Μόναχο (1974-1977). Στο διάστημα 1986-1990, κατά το οποίο δίδασκε στο Ελληνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Φρανκφούρτης, έκανε σπουδές οικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1978-2008) οργάνωσε πολλά περιβαλλοντικά προγράμματα και συμμετείχε σε τοπικά κοινωνικά και οικολογικά κινήματα πολιτών. Ταυτόχρονα, από το 1990, οπότε εγκαταστάθηκε στο Πήλιο, έγινε και οικο-γεωργός με στόχο την προώθηση και την οργάνωση της βιολογικής οικοπαραγωγής στην Ελλάδα και τη διακίνηση των οικολογικών προϊόντων. Από το 2008 ασχολείται πλέον, και με τη διαμόρφωση της στρατηγικής της τοπικοποίησης, στο πλαίσιο της γενικότερης πρότασης της απο-ανάπτυξης, ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και τη μετάβαση σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη και οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής. Το πρώτο βιβλίο του Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο... στο τοπικό, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντιγόνη.
(website: http://topikopoiisi.blogspot.de/ , e-mail: gkolempas@yahoo.gr)
---
*φωτογραφία: "Μυστικός δείπνος", έργο του Σικελιώτη Γιώργου (1917-1984)
Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/97013
O οικογεωργός και πρώην εκπαιδευτικός Γιώργος Κολέμπας, ο οποίος από το 1990, προσπαθεί δια του "παραδείγματος" να συμβάλει στην στρατηγική της τοπικοποίησης, στο πλαίσιο της γενικότερης πρότασης για απο-ανάπτυξη, ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και τη μετάβαση σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη και οικολογική κοινωνία της
ισοκατανομής, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, για "τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας", με αφορμή το νέο βιβλίο Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης.
"Η καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται βασικά σε δύο τομείς:
•1) Στον κρατικό τομέα με τη μορφή του «κράτους επιχειρηματία» -που στη φάση της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού υποχωρεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων-ή τη μορφή του «κράτους πρόνοιας»-που και αυτό υποχωρεί είτε αυτοκαταργώντας τον εαυτό του είτε ιδιωτικοποιώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες.
•2) Στον ιδιωτικό τομέα με τον εταιρικό τρόπο του «επιχειρείν». Αυτός ο τομέας έχει διογκωθεί τόσο που στη φάση της παγκοσμιοποίησης έχουμε σαν αποτέλεσμα 147 μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) να ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη!
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τομέας- μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού - που έχει αναπτυχθεί σήμερα, και τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.α.
Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου.
Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκείμενων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερ-κρατικούς σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που προφανώς διακατέχονται από πολύ διαφορετικές επιδιώξεις και αναφορές. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λόγοι που αρθρώνονται και οι πρακτικές που υιοθετούνται κάποιες φορές συγκλίνουν, συχνά αποδεικνύονται ασύμβατοι, ακόμη και αντιθετικοί, οδηγώντας σε αποκλίνοντα μονοπάτια.
Στον ελλαδικό χώρο, έχουν επικρατήσει δύο βασικά όροι: είτε ο θεσμικός όρος «κοινωνική οικονομία» (ήδη έχει ψηφισθεί νόμος από τη Κυβέρνηση), είτε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» από μια πληθώρα πρωτοβουλιών βάσης. Το θέμα δεν είναι δεδομένο και αντικειμενικό. Πρόκειται για όρους και πρακτικές υπό διαμόρφωση και το σημαντικό είναι να περιγράψουμε ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να πάρει αυτή η οικονομία και εκεί να ρίξουμε το βάρος.
Καταρχήν καλύτερα είναι να δεχθούμε τον συμπτυγμένο όρο «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» συνδυάζοντας τα δύο κύρια ρεύματα πρακτικής που υπάρχουν και αποδεχόμενοι τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και της συμπληρωματικότητας –ως προς την καπιταλιστική οικονομία- και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης των «από κάτω», αφού ο στόχος είναι να αποτελέσει την οικονομία της μετάβασης προς ένα διαφορετικό από τον καπιταλισμό κοινωνικό σχηματισμό.
Τα καταρχήν λοιπόν χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μέχρι τώρα-αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να εξελιχθούν παραπέρα- είναι:
•Διαχείριση υφιστάμενων προβλημάτων με πεδίο αναφοράς την ηθική διάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τη πολιτική διάσταση με τα κοινωνικά δικαιώματα.
•Λειτουργική και θεσμική σύνδεση με το νομικό πλαίσιο που υπάρχει, αλλά και οικονομική και θεσμική αυτονομία- ανεξαρτησία με διεκδικητική στάση.
•Αρχική διασύνδεση με την αγορά, αλλά με προτεραιότητα τη σταδιακή αποσύνδεση και την ανάπτυξη εναλλακτικών- αλληλέγγυων δομών.
•Η κλίμακα και η μορφή της εσωτερικής οργάνωσης αυτών των δομών μπορούν να ποικίλουν, ανάλογα με το είδος μονάδας και τη στόχευση. Αποκλείονται περιπτώσεις μεγάλης κλίμακας και κάθετης οργάνωσης. Επιθυμητό το μικρό έως μεσαίο μέγεθος μονάδων και η έμφαση στην τοπικότητα, στη συμμετοχική και δημοκρατική λειτουργία.
•Πεδίο οικονομικής δράσης από αποσπασματικό- με έμφαση σε «αποκατάσταση ζημιών» και υπηρεσίες πρόνοιας- μέχρι και σφαιρικό, περιλαμβάνοντας το σύνολο της οικονομικής ζωής, χρηματικής ή μη.
•Συνέργειες και διασύνδεση μεταξύ μονάδων, φορέων, δικτύων και κοινωνικών κινημάτων, που ξεκινούν από το να είναι θεματικές και εντοπισμένες, αλλά μπορούν και επεκτείνονται σε διαθεματικές και περιφερειακές.
•Με απεύθυνση προς την κοινωνία και τους πολίτες για ευαισθητοποίηση, ενίσχυση, άμεση συμμετοχή, προσωπική δράση, ενεργοποίηση και συλλογική δράση.
Μια οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σήμερα-με τη μορφή επιχείρησης κοινωνικής βάσης ή συνεταιριστικής ή συνεργατικής (κολεκτίβας) και έχοντας απορρίψει την «μεγιστοποίηση» του κέρδους σαν μέτρο της επιτυχίας της οικονομικής δραστηριότητας- είναι επιτυχημένη, όταν συμβάλει κατά το «μέγιστο» δυνατό στην συλλογική-κοινωνική ευημερία(και όχι μόνο στην ευημερία των μελών της, όπως συμβαίνει με την καπιταλιστική επιχείρηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί η οικονομική της επιτυχία να στηρίζεται στη μείωση ακριβώς της ευημερίας και της ποιότητας ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας).
Η επιτυχία της αποδείχνει ότι στην ουσία ισχύει το αντίστροφο από ότι ισχυρίζεται ο καπιταλισμός: δεν είναι η ατομική ευημερία εκείνη που συνεπάγεται αυτόματα και την συλλογική ευημερία, αλλά η συλλογική είναι αυτή που συνεπάγεται και την ατομική ευημερία.
«Όποιος φροντίζει για όλους, φροντίζει και για τον εαυτό του».
Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να αποκτήσει κατά την περίοδο της μετάβασης είναι: να στηρίζεται στη διαφάνεια των στόχων και την κριτική τους, στη κοινωνική ασφάλεια και υπευθυνότητα με κοινωνική αναδιανομή των πλεονασμάτων, στην «κοινωνική αναγνώριση της αναγκαιότητας» των οικονομικών δραστηριοτήτων, στη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των μέσων παραγωγής, στην δημιουργική και ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και με συνεργατικές σχέσεις των εργαζομένων στις μονάδες της, στην αυτοδιαχείριση και τη δημοκρατική συν-απόφαση των χώρων εργασίας, στην αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες και άλλα είδη ζωής.
Να αποβλέπει στην «καλή υγιεινή ζωή» υπηρετώντας την συλλογική και ατομική κοινωνική ευημερία, καθώς και να αποβλέπει στην οικολογική βιωσιμότητα και τις μικρές αποστάσεις, στηριζόμενη περισσότερο στους τοπικούς φυσικούς πόρους(«οικονομία της εγγύτητας»). Να αποβλέπει επίσης στην όσο γίνεται μεγαλύτερη αυτοδυναμία των περιοχών και στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα συνδέονται προφανώς και με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μετάβασης, η οποία για να μπορέσει να κινηθεί πλειοψηφικά προς αυτήν-τη μεταβατική κοινωνία- θα χρειασθεί να έχει από τα πριν σκιαγραφήσει ποιο θα είναι το κοινωνικά αποδεκτό «συλλογικό- κοινωνικό όφελος».
Το τι θα θεωρείται συλλογική κοινωνική ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης δημοκρατικής(αμεσοδημοκρατικής) συζήτησης και συμφωνίας από την ίδια την κοινωνία της μετάβασης.
Υπάρχουν όμως ήδη αρκετά δεδομένα, ώστε να μη περιμένουμε να βρεθεί πρώτα η κοινωνία σε περίοδο μετάβασης και μετά να καθορίσουμε την «κοινωνική ευημερία», σαν ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Μπορούμε να ξεκινήσουμε ήδη από τώρα να τη σκιαγραφούμε, ώστε κάνοντάς την ελκυστική για την κοινωνική πλειοψηφία, να συμβάλουμε και στο να αποφασίσει να κινηθεί η ίδια προς τα εκεί.
Στην Ε.Ε. η «από τα πάνω» προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, στην καθαρά συμπληρωματική προς την καπιταλιστική μορφή της, φαίνεται ότι αποτελεί και πολιτική επιλογή των κρατικών μηχανισμών. Οι επιδιώξεις της επιλογής αυτής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρείας αντιπαράθεσης και να μην αποτελούν την βάση, ώστε να περιορίσουμε το φαντασιακό μας, όσον αφορά την οικονομία της μετάβασης. Πολύ περισσότερο, όταν απαντούνται στις ευρωπαϊκές χώρες ιδιαίτερα σημαντικά ρεύματα «από τα κάτω» που αποκλίνουν από το δρόμο της καθεστωτικής προώθησης.
Θα χρειασθεί βέβαια να απαντήσουμε με καθαρό τρόπο το εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας και στο δημόσιο διάλογο αυτής της οικονομίας;
Είναι ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά για μια οραματική και ζωογόνα αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μιας νέας και βιώσιμης ελληνικής κοινωνίας.
Μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το πρόσφατο βιβλίο μας: Κοινωνικοποίηση, Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012.
Συμμετέχοντας τα προηγούμενα χρόνια σε εγχειρήματα «κοινωνικής χειραφέτησης» και στη δημιουργία δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, που εμπεριέχουν στοιχεία μιας οικονομίας μετάβασης σε έναν μετακαπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, και σαν απάντηση στην επιχειρούμενη από την πολιτική των «μνημονίων» στη χώρα ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών και συλλογικών αγαθών, προτείνουμε την –με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα-κοινωνικοποίησή τους.-"
Aποσπάσματα από το βιβλίο:
"«Το πρόταγμα για Κοινωνικοποίηση (αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με εκείνο για Τοπικοποίηση) της παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση βασικών ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών προβάλλει :
•α) Ως αδήριτη ανάγκη για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση και την υπέρβαση των ασύλληπτων αδιεξόδων, τα οποία έχει δημιουργήσει και εξακολουθεί να επισωρεύει, σε οικονομικό-εργασιακό-κοινωνικό-πολιτικό και οικολογικό επίπεδο, το οικονομικό σύστημα (καπιταλισμός ονομάζεται) που έχει αναγάγει τη μεγιστοποίηση του προσωπικού/του ιδίου οικονομικού κέρδους και συμφέροντος σε υπέρτατη αξία της ζωής αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις,
•β) Ως διέξοδος ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες από τη μία πλευρά του διακατεχόμενου από εντονότατο κρατισμό και αναποτελεσματικότητα ελληνικού κρατικού, δημόσιου και δημοτικού, τομέα, και από την άλλη πλευρά του σίφουνα της Ιδιωτικοποίησης που βρίσκει ως εκ τούτου το έδαφος προετοιμασμένο και σαρώνει (και) το δημόσιο χώρο.
Η Κοινωνικοποίηση αναδύεται με λίγα λόγια ως διέξοδος ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες του Κρατισμού και της Ιδιωτικοποίησης.
Ως ένας τρίτος τομέας μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος μπορεί:
•α) είτε να κινείται σε επίπεδο «λαϊκού καπιταλισμού»,
•β) είτε –διευρυνόμενος και βαθαίνοντας τους στόχους και τα περιεχόμενά του– να υποσκάπτει τα οικονομικά / παραγωγικά θεμέλια του «υπαρκτού καπιταλισμού» και να δημιουργεί τις ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε ένα εντελώς διαφορετικό οικονομικοπολιτικό σύστημα οργάνωσης και χειραφέτησης της κοινωνίας…
Η έννοια της "κοινωνικής οικονομίας" δεν είναι νέα. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα είχαν εμφανιστεί οι πρώτες οργανώσεις κοινωνικής οικονομίας στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, με τη μορφή συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων και συλλογικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν με τη νομική μορφή του συνεταιρισμού ή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας.
Τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες, η παρατεταμένη κρίση του Κράτους Πρόνοιας επιτρέπει την εμφάνιση μιάς νέας μορφής κοινωνικής οικονομίας, της επονομαζόμενης "αλληλέγγυας οικονομίας".
Παράλληλα, η αξιοποίηση των – από τη φύση τους αποκεντρωμένων, ήτοι παντού διάσπαρτων – Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) πραγματοποιείται σε χώρες του υπερ-ώριμου καπιταλισμού (όπως παρουσιάσαμε το παράδειγμα της Γερμανίας στο προηγούμενο κεφάλαιο Β.) όχι μόνον από τα κλασσικά επενδυτικά εταιρικά σχήματα, αλλά μέσα από πληθώρα μικρομεσαίων εταιρειών με κοινωνική συμμετοχή ή δημοτική βάση.
Η Κοινωνική Οικονομία δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένη ως έννοια. Παραθέτουμε στο σημείο αυτό τον ορισμό της κοινωνικής οικονομίας, τον οποίο δίνει ο πρόσφατος Νόμος 4019/ΦΕΚ 216/Α/30.9.2011 περί <<Κοινωνικής Οικονομίας και Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και λοιπές διατάξεις>> :
«Κοινωνική Οικονομία» είναι το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων».
Πρόκειται για έναν ορισμό της κοινωνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον οποίο επιδιώκεται συλλογικό όφελος, άρα δεν επιδιώκεται / δεν διανέμεται στους εταίρους οικονομικό κέρδος. Γενικότερα όμως, η κοινωνική οικονομία μπορεί να εμπεριέχει οικονομικό κέρδος, μπορεί όχι. (Διευκρινίζουμε στο σημείο αυτό ότι δραστηριότητες κοινωνικής οικονομίας δεν περιορίζονται στα οργανωτικά πλαίσια νομικών προσώπων ή εταιρειών.
Τα τελευταία χρόνια [προϊούσης της οικονομικής και της γενικότερης κρίσης του συστήματος] αναπτύσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου, και στην Ελλάδα, μια ποικιλία δραστηριοτήτων κοινωνικής οικονομίας από κατά τόπους Δίκτυα διαφόρων φορέων [τοπικά δίκτυα ανταλλακτικής οικονομίας, τράπεζες χρόνου, δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών, τράπεζες και ανταλλακτήρια σπόρων, Οικογιορτές κ.ά.]).
Όπου – καταστατικά επιδιώκεται και – επιτυγχάνεται οικονομικό κέρδος, αυτό σε άλλες περιπτώσεις διανέμεται στους εταίρους (όπως στο παράδειγμα της αξιοποίησης των ΑΠΕ στη Γερμανία), ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν διανέμεται στους εταίρους.
Στην περίπτωση διανομής εταιρικού κέρδους/μερισμάτων στους εταίρους, αυτή μπορεί να χαρακτηρίζεται από εντονότερα ή ασθενέστερα στοιχεία "λαϊκού ή κοινωνικού καπιταλισμού", στην περίπτωση μη διανομής του παραγόμενου οικονομικού κέρδους στους εταίρους έχουμε μία ΄΄αλληλέγγυα οικονομία΄΄ ή μία οικονομία με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα είναι και τα ενδεικνυόμενα για την κάθε περίπτωση εταιρικά σχήματα.
Για παράδειγμα, οι μορφές που μπορεί να πάρει η κοινωνικοποιημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αιχμή τις ΑΠΕ:
•Παραγωγή στα νοικοκυριά ή τις επιχειρήσεις με μετατροπή των κτιρίων σε συν-ενεργειακά (με την έννοια του θετικού ισοζυγίου μεταξύ παραγωγής-κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στα σπίτια με τοποθέτηση κατάλληλων φ/β συστημάτων).
•Παραγωγή στα αγροκτήματα(με μικρά συστήματα στα υπόστεγα και τις αποθήκες, καθώς και σε μη παραγωγική γη).
•Με τη μορφή μικρών ατομικών ή οικογενειακών επιχειρήσεων που εγκαθιστούν και λειτουργούν μικρά συστήματα ΑΠΕ σε ιδιωτική γη.
•Με τη μορφή επιχειρήσεων κοινωνικής («λαϊκής») βάσης με συμμετοχή των πολιτών που προτιμούν τις μικροοικονομίες τους, αντί να τις καταθέτουν στις τράπεζες, να τις «επενδύουν» στην παραγωγή ενέργειας με συστήματα ΑΠΕ σε συλλογική, δημοτική ή δημόσια γη. Νομικά αυτές οι επιχειρήσεις μπορεί να πάρουν τη μορφή συνεταιρισμών, ΕΠΕ, Α.Ε. κ.λπ.
•Με τη μορφή δημοτικών, διαδημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής σε δημοτικές εκτάσεις.
•Με τη μορφή μεικτών επιχειρήσεων που συμμετέχουν δημότες από τη μια και αντίστοιχοι τοπικοί δήμοι –που αναλαμβάνουν τη πρωτοβουλία-από την άλλη.
Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και στη χώρας μας θα ήταν -με την ευκαιρία της απελευθέρωσης- η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινοτητοποίηση των τοπικών ενεργειακών δικτύων.
Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη σημερινή δομή για τον ενεργειακό σχεδιασμό στην περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την ικανοποιητική παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους πολίτες της περιοχής και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών."
---
Ο Γιώργος Κολέμπας γεννήθηκε το 1950 στην Ήπειρο, τελείωσε γυμνάσιο-λύκειο στον Πειραιά και σπούδασε μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1968-1972) με μεταπτυχιακό Aufbaustudium Informatik στο Μόναχο (1974-1977). Στο διάστημα 1986-1990, κατά το οποίο δίδασκε στο Ελληνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Φρανκφούρτης, έκανε σπουδές οικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1978-2008) οργάνωσε πολλά περιβαλλοντικά προγράμματα και συμμετείχε σε τοπικά κοινωνικά και οικολογικά κινήματα πολιτών. Ταυτόχρονα, από το 1990, οπότε εγκαταστάθηκε στο Πήλιο, έγινε και οικο-γεωργός με στόχο την προώθηση και την οργάνωση της βιολογικής οικοπαραγωγής στην Ελλάδα και τη διακίνηση των οικολογικών προϊόντων. Από το 2008 ασχολείται πλέον, και με τη διαμόρφωση της στρατηγικής της τοπικοποίησης, στο πλαίσιο της γενικότερης πρότασης της απο-ανάπτυξης, ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και τη μετάβαση σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη και οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής. Το πρώτο βιβλίο του Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο... στο τοπικό, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντιγόνη.
(website: http://topikopoiisi.blogspot.de/ , e-mail: gkolempas@yahoo.gr)
---
*φωτογραφία: "Μυστικός δείπνος", έργο του Σικελιώτη Γιώργου (1917-1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου