Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Αποχαιρετήστε το Γερμανικό Μοντέλο

H σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας συνεχίζει με συνέπεια τη σκληρή πολιτική λιτότητας και την υποτελή της στάση προς τις μικρές αλλά εξαιρετικά ισχυρές χρηματοπιστωτικές ελίτ
 
Των Ιαν Μπρουφ και Ματίας Εμπενάου*

Η Μεγάλη Βρετανία ως τροχοπέδη της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Γερμανία ως εγγυητής. Αυτή η αυτάρεσκη εικόνα της Γερμανίας δεν είναι απλώς λανθασμένη, είναι κι επικίνδυνη. Η Γερμανία είναι εξίσου νεοφιλελευθερη με τη γηραιά Αλβιώνα και η στάση της βάζει σε κίνδυνο συνολικά την Ευρωπαϊκή προοπτική.


H στάση της Μεγάλης Βρετανίας έχει προβληματίσει πολλούς στην ηπειρωτική πλευρά. Το βρετανικό βέτο κόντρα στην τροποποίηση της συνθήκης της Λισσαβόνας για την καταπολέμηση της Ευρωπαϊκής κρίσης έπληξε την εικόνα της Βρετανίας σε πολλά μέρη της Ευρώπης, της Γερμανίας μη εξαιρουμένης.

Το επιχείρημα του Ντέιβιντ Κάμερον ότι η προτεινόμενη τροποποίηση θα έβλαπτε τα βρετανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, ερμηνεύθηκε ως απερίσκεπτη άμυνα των υπαίτιων της κρίσης. Κατηγορήθηκαν λοιπόν οι Βρετανοί ότι θέλουν να αποφύγουν τον δίκαιο καταμερισμό των βαρών για την αντιμετώπιση της κρίσης -σε αντίθεση φυσικά με τους συνεπείς Γερμανούς φορολογούμενους. Βεβαίως η σύγκρουση δεν έχει τελειώσει: σε αυτή τη φάση η Βρετανία μπλοκάρει  την υιοθέτηση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.

Είναι δικαιολογημένο επομένως να κριτικάρει κανείς την Βρετανική στάση ως επιζήμια για την οικονομική σταθερότητα στην Ευρώπη. Αλλά και στην άλλη πλευρά της Μάγχης η εικόνα δεν είναι καλύτερη: Η Γερμανία αυτοπροβάλλεται συχνά ως ο υπεύθυνος υπερασπιστής και εγγυητής της σταθερότητας στην Ένωση. Η αυτοεικόνα της Γερμανίας όμως στηρίζεται μάλλον σε σαθρές βάσεις. Πολύ περισσότερο που η σχετική αντιπαράθεση των υποτιθέμενων διαφορετικών μοντέλων καπιταλιστικής ανάπτυξης - του βρετανικού πέρα για πέρα νεοφιλελέυθερου και λανθανόντως ανιτιευρωπαϊκου και του αντιστοιχου γερμανικού ΄ανθρώπινου΄ και συνειδητά φιλοευρωπαϊκού - συγκαλύπτει και παραποιεί τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα και τα δύο μοντέλα αποτελούν απλώς διαφορετικές εκδοχές της διαδικασίας νεοφιλελευθεροποίσης. Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο οι θέσεις και των δύο χωρών  για την κρίση είναι απολύτως ασύμβατες με τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πώς είναι όμως δυνατό κάτι τέτοιο; Καταρχήν ο όρος "νεοφιλελευθεροποίηση" υποδηλώνει τη διαδικασία ευθυγράμμισης της πολιτικής και της οικονομίας με τις επιταγές του Μύθου της Αγοράς. Με αυτή την έννοια, ο όρος βρίσκεται σε αντιπαράθεση με οποιαδήποτε προσπάθεια στατικής αποτύπωσης διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων. Πολύ περισσότερο δε τονίζει την κοινή κατεύθυνση ρυθμιστικών αλλαγών, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και και παγκοσμίως.

Προφανώς η Μεγάλη Βρετανία, απο την θατσερική περίοδο και μετά, αποτελεί κομβικό παράδειγμα: μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, απορρυθμιση της αγοράς εργασίας, επιθέσεις στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και το κράτος πρόνοιας. H σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας εξάλλου συνεχίζει με συνέπεια σε αυτή την κατεύθυνση με τη σκληρή πολιτική λιτότητας και την υποτελή της στάση προς  τις μικρές αλλά εξαιρετικά ισχυρές χρηματοπιστωτικές ελίτ.

Η Γερμανία από την άλλη μεριά, μετά την εκλογή του Χέλμουτ Κολ στην Καγκελαρία το 1982 και, πολύ περισσότερο, μετά την επανένωση, ακολούθησε χωρίς αμφιβολία αντίστοιχη πορεία, αν και σταδιακά. Με αυτή την έννοια, η ρητορική που τονίζει τη συνέχεια και την ενότητα του Γερμανικού μοντέλου από τον πόλεμο μέχρι σήμερα είναι παραπλανητική. Οι βασικές δομές αυτού του μοντέλου ήταν η εργατική συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων και φυσικά οι Συλλογικές Συμβασεις Εργασίας. Οι θεσμοί αυτοί βέβαια δεν έχουν εξαφανιστεί. Αυτό που έχει αλλάξει δραστικά είναι το κοινωνικό τους περιεχόμενο. Υπό την απειλή της φυγής κεφαλαίων σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος, υποτάσσονται στο πρόταγμα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Για να προστατεύσουν τα συμφέροντα του μόνιμου προσωπικού τους, τα εργατικά συμβούλια υποχρεώνονται συχνά  να λαμβάνουν μέρος σε αποφάσεις που έχουν κύριο στόχο την προστασία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Αυτό γίνεται πολύ συχνά σαφές στον σκληρό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται μεταξύ εργαζομένων διαφορετικών χωρών των ίδιων πολυεθνικών εταιρειών. Στο πρόσφατο παρελθόν, για παράδειγμα, ξέσπασε στην Opel σκληρή σύγκρουση, κατά την οποία τέθηκε επιτακτικά το δίλημμα: "κλείσιμο του εργοστασίου ή αποδοχή νέων παραγωγικών γραμμών και εντατικότερης εργασίας". Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης στη Γερμανία πέρασε συχνά μέσα από τους παραδοσιακούς εργατικούς θεσμούς κι όχι κόντρα σ΄ αυτούς.

Η αίσθηση αυτή γίνεται ακόμα σαφέστερη αν συνυπολογίσουμε την κοινωνική πολιτική και την πολιτική για την αγορά εργασίας. Μετα την μεταρρύθμιση Χαρτζ (σ.μετ.: πρόκειται για τη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων επί κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, οι ρυθμίσεις της οποίας ισχύουν από το 2003) εξαπλώθηκε ακόμη περισσότερο η επισφαλής εργασία και εντάθηκε η διαδικασία συμπίεσης των μισθών των χαμηλόμισθων. Και τούτο προφανώς επιτάχυνε τη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και της σχετικής ισότητας που αποτέλεσε τη βάση της γερμανικής οικονομικής επιτυχίας για δεκαετίες.

Οι πραγματικοί μισθοί από εξαρτημένη εργασία έχουν μειωθεί από το 1993 περισσότερο από 3% -και επομένως έχουν μείνει ακόμη περισσότερο πίσω σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Έτσι το μερίδιο των μισθών στο Εθνικό Εισόδημα έχει υποστεί μείωση μεγαλύτερη του 10%, ενώ την ίδια στιγμή τα κέρδη των επιχειρήσεων συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Και η δικαιολογία είναι πάντοτε η ίδια: η Γερμανία πρέπει να παραμείνει παγκόσμια πρωταθλήτρια των εξαγωγών, καθώς μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη ευημερία. Όπως είναι επομένως λογικό, η παραδοσιακή εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές αυξήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια ακόμη περισσότερο.

Το συνολικό αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών δεν είναι βεβαίως ένας σκληρός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός όπως αυτός της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά όπως συνοψίζει εύστοχα ο οικονομολόγος Στέφεν Λένντορφ (Steffen Lehndorf), υπέυθυνος της ομάδας εργασίας του ερευνητικού ινστιτούτου του Ντούσμπουργκ (Duisburg)  για την εργασία και την κατάρτιση, "Η Γερμανία διαθέτει σήμερα ένα υβριδικό μοντέλο. Συνδυάζει θεσμούς που εκφυλίζονται ή προσαρμόζονται στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα και κάποιους θεσμούς που αποτελούν κατάλοιπα του παρελθόντος".

Οι αλλαγές του γερμανικού μοντέλου επηρεάζουν φυσικά το ρόλο της χώρας στη διαδικασία ευρωπαικής ολοκλήρωσης αλλά και τη θέση της σε σχέση με τη στρατηγική αντιμετώπισης της παρούσας κρίσης. Το καινούριο στοιχείο είναι η ανυποχώρητη στάση της Γερμανικής ηγεσίας σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των γερμανικών συμφερόντων. Ένα σχετικό παράδειγμα προσφέρει η περιοριστική δημοσιονομική συνθήκη που αναγκάζει τις πιο αδύναμες οικονομικά ευρωπαικές χώρες να υιοθετήσουν ένα πακέτο σκληρών μέτρων λιτότητας. Η θέση αυτή εξηγείται εν μέρει από την παραδοσιακή γερμανική εμμονή περί δημοσιονομικής σταθερότητας. Αλλά ο ζήλος και η σχεδόν απόλυτη ανελαστικότητα είναι νέα δεδομένα και αντανακλούν την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδελογίας και τον ολοένα αυξανόμενο διεθνή προσανατολισμό της εξαγωγικής βιομηχανίας.

Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα της κυβέρνησης Μέρκελ δεν πρόκειται να δώσουν διέξοδο αλλά θα βαθύνουν περαιτέρω την κρίση, αφού αυξάνουν τις ανισότητες μεταξύ κέντρου και περιφέρειας της Ένωσης. Ήδη πριν το ξέσπασμα της κρίσης, οι ασυμμετρίες ήταν μεγάλες και διευρυνόμενες: κατά την εισαγωγή του Ευρώ η Γερμανία είχε ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ κατά το 2007, πριν δηλαδή το ξέσπασμα της κρίσης, το πλεόνασμα της είχε φτάσει στο 7,7% του Εθνικού Εισοδήματος. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Γερμανικός εξαγωγικός τομέας επωφελήθηκε τα μέγιστα από τη σχετική αδυναμία του κοινού νομίσματος σε σχέση με το παλιό σκληρό γερμανικό μάρκο.

Με τη σημερινή στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης, η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να διευρύνει και να σταθεροποιήσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα. Αυτή η πολιτική γραμμή μοιάζει εκ πρώτης όψεως να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο διότι πλήττει τις οικονομικές και κοινωνικές δομές της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αντίθετα, το συμφέρον της Ευρώπης επιβάλλει την μείωση της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών εξαγωγών. Διά της άυξησης των μισθών των γερμανών εργαζομένων, θα μπορούσε να μειωθεί το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα οι υψηλότεροι μισθοί θα ενίσχυαν την ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αντίθετα, αν δεν υπάρξει μια αλλαγή πορείας της Γερμανίας, η Ευρωζώνη απειλείται με κατάρρευση. Επιπλέον, οι απαιτήσεις για περιορισμό των δαπανών είναι μη βιώσιμες και θα έχουν  καταστροφικές συνέπειες για τις χώρες που υποχρεώνονται να τις υλοποιήσουν. Σήμερα αυτό είναι σαφές στην περίπτωση της Ελλάδας: η οικονομία συρρικνώνεται συνεχώς ενώ κοινωνικά η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αντί να χρησιμοποιηθούν κεφάλαια για αναγκαίες κοινωνικές επενδύσεις, αυτά διοχετεύονται αποκλειστικά στην αποπληρωμή των δανείων, πράγμα το οποίο συνεπάγεται μεγαλύτερη λιτότητα, επιδείνωση της ύφεσης και συνακόλουθα ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του χρέους. Παρακολουθούμε λοιπόν το ευρωπαϊκό ισοδύναμο των αναδιαρθρώσεων που επιβλήθηκαν κατα τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 σε μια σειρά από αφρικανικές και λατινοαμερικάνικες χώρες με αντίστοιχο κοινωνικό κόστος.

Ακόμα λοιπόν κι αν οι συμβουλές του μικρού εταίρου της Βρετανικής κυβέρνησης, του φιλοευρωπαικου φιλελεύθερου δημοκρατικού κόμματος, πιάσουν τόπο, και η Βρετανική κυβέρνηση αποφασίσει να συνεργαστεί εποικοδομητικά  υπό Γερμανική καθοδήγηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, καμία διέξοδος δεν είναι ορατή. Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί διότι αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση από αυτή της Γερμανίας.

Για παράδειγμα, είναι αναγκαίο να επιβληθεί φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με ή χωρίς την βρετανική συμφωνία. Πέρα από αυτό, όμως, πρέπει η ευρωπαική χρηματοπιστωτική και νομισματική αρχιτεκτονική να αναδιαμορφωθεί εκ βάθρων. Το μανιφέστο  για την επαναθεμελίωση της Ευρώπης που προέκυψε με την πρωτοβουλία εξέχοντων  Γερμανών καλλιτεχνών  και επιστημόνων, περιέχει μερικές ενδιαφέρουσες προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση: η κοινή νομισματική πολιτική πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση που υποδεικνύεται από μια διευρυμένη δέσμη στόχων. Δίπλα στη σταθερότητα, πρέπει να βρουν τη θέση τους τόσο η ανάπτυξη όσο και η απασχόληση, μηχανισμοί αναδιανομής όπως η ανακατανομή δημόσιων πόρων οφείλουν να ανασχεδιαστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο έτσι ώστε να αντισταθμιστούν οι διευρυνόμενες περιφερειακές ανισότητες, ενώ τέλος πρέπει οι βάσεις της οικονομικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης να αναδιαμορφωθούν ριζικά. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η αντιστροφή της διαδικασίας νεοφιλελευθεροποίησης του Γερμανικού Μοντέλου. Γι αυτό ακριβώς οφείλει και η Γερμανία να εγκαταλείψει τις βλέψεις της να είναι εξαγωγική πρωταθλήτρια. Αυτός είναι και ο μοναδικός δρόμος για την επαναθεμελίωση του Ευρωπαϊκού σχεδίου σε σταθερές βάσεις.

*Ο Ιαν Μπρουφ (Ian Bruff) είναι πολιτικός επιστήμονας στο Loughborough Univeristy, GB. O Ματίας Εμπενάου (Matthias Ebenau) είναι πολιτικός επιστήμονας στο Queen Mary University του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Και οι δύο έχουν δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα στους τομείς της Διεθνούς και Συγκριτικής Πολιτικής Οικονομίας, της Θεωρίας της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης καθώς και σχετικά με τις στρατηγικές διαχείρισης της παρούσας  Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης.

Μετάφραση: Δημήτρης Τζανακόπουλος
Πηγή: cicero.de

Ιαν Μπρουφ, Ματίας Εμπενάου
REDNotebook

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου