Τρίτη 3 Μαΐου 2011

ΕΦΥΓΕ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ

  Αναδημοσίευση 

Ποτέ όσο θα ζεις (Θ.Βέγγος)by marxfactor

Ο Θανάσης γεννήθηκε 29 Μαίου 1927 κάτω απο τον αστερισμό των Διδύμων και πάνω απο το πτώμα του Εθνικισμού και της Μεγάλης Ιδέας που οπως πυορροούσε αναζωογονούσε τον κόσμο της Ελλάδας με το δυναμικό στοιχείο της προσφυγιάς.
Νεοφαληριώτης γιός αντιστασιακού πλήρωσε απο μικρός τον πολιτικό ρατσισμό των Νεοελλήνων και την θολή λογική της οικογενειακής συνυπευθυνότητας καθώς απο νωρίς επεσε στο μεροκάματο καθώς ο πατέρας του απολύθηκε απο την Ηλεκτρική Εταιρεία λόγω φρονημάτων. Ετσι ο Θανάσης δεν έζησε παιδική ηλικία και σαν ανταπόδοση ομόρφυνε την δική μας παιδική ηλικία για να μας κάνει να καταλάβουμε τι αξίζει να αφήνεις σαν παρακαταθήκη στα παιδιά. Χωρίς νάχει την εγκριση η την αποφοίτηση απο κανέναν καθεστωτικό μηχανισμό “Παιδείας” η “Σχολής Τέχνης” οπως άλλωστε συνέβαινε με πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες στην ανθρώπινη ιστορία, ας θυμηθούμε την Κάλλας που την εκοψε η “Εθνική” “Λυρική” Σκηνή (η μονη λέξη που δεν θέλει εισαγωγικά) σαν πολύ χοντρή, ετσι κι ο Θανάσης δεν τέλειωσε ηθοποιός απο κάπου αλλά ανάγκασε ολη την “πνευματική ιντελλιγκέντσια” της εποχής του να τον αναγνωρίσει σαν πηγαίο ταλέντο και να του εμπιστευτει 126 ταινίες σε 52 απο τις οποίες ηταν πρωταγωνιστής.
Σαν πολλούς απο τους ανθρώπους που ειχαν και αξία και αξιοπρέπεια στα πέτρινα χρόνια εκανε 3 χρόνια εξόριστος στη Μακρόνησο οπου γνώρισε τον Κουνδουρο που αργότερα θα του δώσει τον πρώτο ρόλο του στον κινηματογράφο στην περίφημη “Μαγική Πόλη”. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Συννεφιασμένη Κυριακή, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με το Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλα, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ – Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.
Τιμήθηκε 2 φορές με το βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου για τις ταινίες “Τι εκανες στον Πόλεμο Θανάση” και “Θανάση πάρε τ’οπλο σου” μέσα στην δικτατορία και συγκεκριμένα το 1971 και το 1972. Σε πείσμα της χούντας δεν γινόταν να αγνοηθεί η μεγάλη απηχηση που ειχαν στο κοινό οι ταινίες και αναγκαστικά τον βράβευσαν.
Αξέχαστες θα μείνουν στο κοινό οι ερμηνείες του στις ταινίες “Ησυχες μέρες του Αυγούστου” του Βούλγαρη (γνωστου απο την πρόσφατη προσπάθεια εθνικής συμφιλίωσης αντιστασιακών με ταγματασφαλίτες στην ταινία “Τσέπη Βαθιά”) και στην ταινία “Ολα ειναι δρόμος” το 1998.
Αυτό είναι το έργο, ομως πέρα απο το έργο και χωρίς να αναφερθω στη μεγάλη θεατρική του πορεία, μου κάνει εντύπωση ενα γεγονός. Ολες οι ταινίες που αγαπήθηκαν απο το κοινό και αυτές που ομολογουμένα ειναι οι ταινίες που τον χαρακτηρίζουν καλλιτεχνικά τον κατέστρεψαν οικονομικά. Αυθόρμητα μου ηρθε στο μυαλό ο Μότσαρτ και ο Βαν Γκωκ, καμμιά συγκριση μην βιαστείτε, αλλά μια μεγάλη ομοιότητα. Οσο ζούσανε και οι δύο ενω το έργο τους εκανε μεγάλη αισθηση ενω καινοτόμησαν και τράβηξαν την προσοχή ολης της κοινωνίας μέσα στην οποία ζώντας και πονώντας θεράπευαν ο καθένας την τέχνη του ειχαν και αυτοί σαν τον Βέγγο ανταμοιβή την φτώχια τα χρέη και τον βιολογικό αφανισμό. Ο Θανάσης επέζησε της οικονομικής απαξίωσης που του φύλαγε η κοινωνία θεάματος και αγοράς. Η ιδια κοινωνία που επιστρατεύοντας τον ιδιο μηχανισμό που τότε του αρνηθηκε το ευ-ζην θα θησαυρίσει απο τον θάνατό του. Ο ίδιος μηχανισμός που αρνηθηκε την αναγνώριση στον Μότσαρτ στον Βαν Γκωκ και στον Θανάση οσο ζούσανε θα θησαυρίσει τώρα που ειναι οι δημιουργοι νεκροι.
Αυτός ο νεκροφιλικός “πολιτισμός” κέρδους που πάει στους μόνους που δεν το παρήγαγαν ειναι ο ίδιος νεκροφιλικός πολιτισμός κέρδους που ο,τι και να κάνουμε καθημερινά οσο τέχνη πλουτο χρησιμοτητα η ψυχαγωγία και αν δημιουργεί δεν θα μας το αποδώσει ποτέ γιατι ειναι ρυθμισμένος ετσι ωστε οι μονοι που δεν “τοχουνε” να το ζουνε και να το καρπώνονται…
Καλά μας ξυπνητούρια
Τρέξε Θανάση…τρέξε….φυγε απο εδώ μην δεις ποιοι θα πλουτίσουν απο το ομορφο πέρασμά σου απο τον ανόητα αμετανόητο και αδρανή κόσμο μας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου