Ζαφειρίδης, Φοίβος (2009), «Εξαρτήσεις και Κοινωνία (Τόμος Ι) – Θεραπευτικές Κοινότητες και Ομάδες Αυτοβοήθειας», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Ο Φοίβος Ζαφειρίδης είναι ψυχίατρος ειδικευμένος στην κοινωνική ψυχιατρική και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Ίδρυσε τη θεραπευτική Κοινότητα ΙΘΑΚΗ το 1983 και το Κέντρο θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.) το 1987, του οποίου υπήρξε διευθυντής μέχρι το 1995.
Έκτοτε, εργάζεται στο τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. ως αναπληρωτής καθηγητής, όπου διδάσκει ψυχολογία των εξαρτήσεων και ανθρωπιστική ψυχολογία/ψυχοθεραπεία. Παράλληλα, είναι επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του τμήματος Ψυχολογίας του Α.Π.Θ.
Πολλά από τα συνεχώς διογκούμενα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, όπως οι εξαρτήσεις – από τις νόμιμες ή παράνομες φαρμακευτικές ουσίες – τα τυχερά παιχνίδια, το διαδίκτυο, η βία στα σχολεία, η εφηβική κατάθλιψη και αυτοκτονικότητα, η πολυφαρμακία και ο αλκοολισμός της τρίτης ηλικίας, στην έκταση που σήμερα απαντώνται, είναι απόρροια του σύγχρονου μοντέλου ανάπτυξης, και κατ’ επέκταση των στάσεων, των προτύπων και των τρόπων ζωής που το συγκεκριμένο μοντέλο υπαγορεύει στους ανθρώπους. Η εμφάνιση και η συνεχιζόμενη εξάπλωση των προβλημάτων αυτών συνδέεται με δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού/οικονομικού μας συστήματος, τις εσωτερικές του αντιφάσεις, τις ιδεολογικές του κατευθύνσεις και τις συνεπακόλουθες πολιτικές επιλογές του (Δικαίου και άλλοι, 1999· Wilkinson, 1996).
Το πρόταγμα της αέναης οικονομικής ανάπτυξης ως κεντρική πολιτική επιλογή των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών αποτελεί ίσως αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της οικονομίας της αγοράς, αλλά με κανέναν τρόπο δεν προάγει την υγεία του ανθρώπου, εφόσον διαμορφώνει ψυχοπιεστικές συνθήκες που ευθύνονται άμεσα η έμμεσα για την εμφάνιση ψυχολογικών και ψυχιατρικών νοσημάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί η πολιτική επιλογή του οικονομικού προτάγματος, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο σε απλό εργαλείο επίτευξης οικονομικών στόχων, αδυνατεί να καλύψει τις υπαρξιακές του ανάγκες και κυρίως να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του.
Αλλά, όπως γνωρίζουμε εδώ και πολλές δεκαετίες, χάρη στο έργο φωτισμένων ψυχιάτρων και ψυχολόγων όπως οι Fromm (1955), May (1960), Maslow (1962), Frankl (1963), Cushman (1990), η απουσία νοήματος ζωής ευθύνεται για τη δημιουργία του αλλοτριωμένου και αποξενωμένου ανθρώπου, που πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είναι επιρρεπής προς οιαδήποτε σοβαρή εξάρτηση, φαρμακευτική ή μη. Συνεπώς, η ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι η ανθρώπινη ευτυχία ταυτίζεται με τη συνεχή άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τη δυνατότητα υπερκατανάλωσης άχρηστων υλικών αγαθών, δηλαδή ότι η ζωή μπορεί να «διεκπεραιωθεί» με τα επινοημένα αναλώσιμα ψευδονοήματα του καπιταλιστικού πολιτισμού, δε δικαιώνεται από τις πραγματικότητες που διαμορφώνονται στον χώρο της Υγείας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιθέτως, οι δείκτες των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων αυξάνονται αλματωδώς (Π.Ο.Υ., 2001), υπενθυμίζοντας το τίμημα που έχει για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία η υιοθέτηση στρεβλών πολιτικών επιλογών. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε καθαρό παραλογισμό: Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι οικονομίες ευημερούν και οι πολίτες ασθενούν (!) Προφανώς, η καπιταλιστική ανάπτυξη βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Η ίδια αυτοκαταστροφική πορεία ακολουθείται και ως προς το φυσικό περιβάλλον. Η υπεράντληση των φυσικών πόρων από τη μειοψηφία των προηγμένων οικονομικά και τεχνολογικά χωρών – επακόλουθο του οικονομικού προτάγματος της Δύσης – εκτός του ότι υποθηκεύει το μέλλον του πλανήτη, καταδικάζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Το μαρξιστικό και πρωτοχριστιανικό όραμα της παγκόσμιας κοινωνίας της αλληλεγγύης και των ανθρωπιστικών αξιών αντικαθίσταται από το μονοσήμαντο όραμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, ενώ οι ανθρωπιστικές αξίες αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό και τον κυνισμό που υπηρετούν την καπιταλιστική ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο, πλήττεται τόσο το ένθετο ανθρώπινο ήθος, απαραίτητο για την ανθρώπινη υγεία και ευτυχία, όσο και το οικολογικό ήθος, απαραίτητο για την οικολογική ισορροπία.
Οι αυτοκαταστροφικές πολιτικές επιλογές δε θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθούν από υγιείς ανθρώπους, που διατηρούν επαφή με τις πραγματικές τους ανάγκες, γιατί τέτοιοι πολίτες δε θα στήριζαν τον παραλογισμό της αέναης και άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι, λοιπόν, προκειμένου να διασφαλισθεί η απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, κατασκευάζεται ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος που θα υπηρετεί το καπιταλιστικό αναπτυξιακό όραμα. Για τον σκοπό αυτό, καλλιεργούνται στην ανθρώπινη ύπαρξη συστηματικά, ήδη από την παιδική ηλικία, με όλα τα διαθέσιμα μέσα (εκπαιδευτικό σύστημα, μέσα μαζικής ενημέρωσης), οι αρνητικές/άρρωστες πλευρές της, όπως η επιθετικότητα, ο εγωκεντρισμός, η ακόρεστη δίψα για δύναμη και χρήμα, η απληστία, η πλήρης αδιαφορία για το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, περιφρονούνται οι έμφυτες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης για αγάπη, δικαιοσύνη, ομορφιά, φιλότητα και αλτρουισμό. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα πλήρως ανθυγιεινό για την ανθρώπινη ύπαρξη περιβάλλον.
Οι προβληματικές υπάρξεις που κατασκευάζει το ανθυγιεινό περιβάλλον, παθητικές-προσαρμοστικές-ελέγξιμες, στηρίζουν με τη σειρά τους παράλογες πολιτικές επιλογές και άρρωστα πολιτειακά πρόσωπα που αποδιοργανώνουν ακόμη περισσότερο πολίτες και κοινωνία. Ο φαύλος κύκλος, που εντατικοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, ευθύνεται για την αλματώδη αύξηση των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις πολιτικοοικονομικές επιλογές και στην Υγεία.
Έρευνες, όπως του Wilkinson (1996), απέδειξαν με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η κατάσταση της ψυχικής υγείας μιας κοινωνίας εξαρτάται ευθέως από την ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και την καλλιέργεια ή μη κοινοτικών αξιών. Συνεπώς, το πρόταγμα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης σε βάρος των ηθικών και αληθινών ψυχολογικών αναγκών της ανθρώπινης ύπαρξης βλάπτει σοβαρά την ψυχική υγεία των πολιτών.
Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις των σύγχρονων δυτικών κρατών εδώ και πολλές δεκαετίες εξαγγέλλουν και εφαρμόζουν (συνήθως προεκλογικά) άπειρα εθνικά στρατηγικά σχέδια και προγράμματα. Φυσικά, κανένα από αυτά δεν οδήγησε σε ανακοπή της εξάπλωσης των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τις συνεχείς αποτυχίες, επιμένουν να προσεγγίζουν τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα με ανώδυνες, ουδέτερες και αμφίβολης αξιοπιστίας (Peele, 1989) επιστημονικές θεωρίες, αποφεύγοντας να υιοθετήσουν επιστημονικές έρευνες και απόψεις που αναδεικνύουν τις πολιτικές αιτίες αυτών των προβλημάτων.
Χωρίς ειλικρινή προσπάθεια εμβάθυνσης στους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς, με άγνοια ή περιφρόνηση της μαρξιστικής σκέψης και των διαλεκτικών εργαλείων, με απουσία στρατηγικού οράματος για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, ακολουθούνται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα, ως μονόδρομος πλέον, διαχειριστικές/συμπτωματικές πολιτικές σε καίρια κοινωνικά ψυχολογικά και οικολογικά προβλήματα (Albee, 1998? Μεγαλοοικονόμου, 2001? Ζαφειρίδης, 2001γ).
Αν κρίνει κανείς από την έξαρση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως τα ναρκωτικά, ο αλκοολισμός, ο ρατσισμός, η εφηβική παραβατικότητα, κ.ά., τις τελευταίες δεκαετίες οι πολιτικές αυτές είναι αναποτελεσματικές. Είναι όμως, παρ’ όλα αυτά, χρήσιμες, γιατί παρέχουν ψευδαισθησιογόνο άλλοθι στο κοινωνικό σώμα, συγκαλύπτοντας την αδυναμία ριζικών απαντήσεων στα σύγχρονα προβλήματα. Γιατί ριζικές απαντήσεις θα σήμαινε ανατροπή των υφιστάμενων ιεραρχήσεων και ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων και αδυναμιών του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος. Η δρομολόγηση, όμως, τέτοιων διεργασιών, εκτός του ότι προϋποθέτει αναδιανομή της εξουσίας, θα αποκάλυπτε τον αντιανθρώπινο και παράλογο χαρακτήρα του αναπτυξιακού μας μοντέλου. Αντίθετα, το πολιτικό σύστημα, προκειμένου να συγκαλύψει την ανεπάρκεια του, συνεπικουρούμενο από μία χειραγωγημένη επιστημονική έρευνα, κατακερματίζει, απομονώνει και εξειδικεύει τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα· τα εμφανίζει ως σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση και εν τέλει αναθέτει σε εξειδικευμένες διαχειριστικές υπηρεσίες την αντιμετώπιση τους (Ζαφειρίδης, 2001γ· Albee, 1998· Prilletensky, Nelson, 1997· Sarason, 1981).
Επιμένει στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών παρά τη διαπιστωμένη αποτυχία τους. Και εάν, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η συμπτωματική/διαχειριστική προσέγγιση σήμαινε χορήγηση ψυχοφαρμάκων και ισόβιους εγκλεισμούς σε εξειδικευμένα ιδρύματα, η σημερινή της εκδοχή επιβάλλει τη συνεχή ανάπτυξη νέων εξειδικευμένων υπηρεσιών, δημόσιων ή ιδιωτικών, και την «οικειοθελή» επανειλημμένη προσφυγή σ’ αυτές. Η νέα εξωραϊσμένη εκδοχή αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, αφού θεωρεί και αυτή ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας δεν αφορά σε καμία περίπτωση στους πολίτες και στην τοπική κοινωνία, αλλά αποκλειστικά στους ειδικούς και στις εξειδικευμένες υπηρεσίες. Και στις δύο εκδοχές, προέχει η λογική της διαχείρισης και της καταστολής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αλλοτριωμένη επιστημονική έρευνα και γνώση επιστρατεύονται, προκειμένου αφενός να συγκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες και αφετέρου να αποτελέσουν άλλοθι για επιστήμονες και πολιτικούς που θα συνταχθούν με την κυρίαρχη αντίληψη και πρακτική.
Στο ίδιο πλαίσιο της κατασταλτικής λογικής, ερμηνεύεται και η συγκεντρωτική πολιτική που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής -που στην πράξη σημαίνει συνεχή μετατόπιση της ευθύνης αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας από τους ενεργούς πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες προς τα εξειδικευμένα τεχνοκρατικά στελέχη και τις απρόσωπες υπηρεσίες – δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται άμεσα με την επιβίωση του πολιτικοοικονομικού συστήματος, που, για να υπάρξει, οφείλει να διαμορφώνει αλλοτριωμένους, παθητικούς και αμέτοχους στα κοινά πολίτες. Εξάλλου, η αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση της ευθύνης αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας θα έβλαπτε σοβαρά το σύστημα: Θα οδηγούσε στη συνειδητοποίηση από τους πολίτες της ασυμβατότητας μεταξύ του οικονομικού προτάγματος και της Υγείας, γεγονός που θα προκαλούσε μαζική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Η παθητικοποίηση και η αλλοτρίωση του πολίτη, ως μία ακόμη κεντρική επιλογή του αναπτυξιακού μοντέλου, διαμορφώνει όρους συσσώρευσης εξουσίας και οικονομικών πόρων σε πολιτικά ελεγχόμενα κέντρα διαχείρισης τους. Στην περίπτωση του παραδείγματος της Υγείας, θεραπευτική εξουσία και οικονομικοί πόροι διανέμονται ακολούθως, με κριτήρια όχι επιστημονικά αλλά πολιτικά, σε επιλεγμένους επιστήμονες, οργανισμούς Υγείας και προγράμματα, λειτουργώντας ως κίνητρο συναινετικής προς την κυρίαρχη ιδεολογία και το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα της Υγείας συμπεριφοράς. Τυπικό δείγμα αυτής της πρακτικής αποτελεί η πολιτική που ασκείται όσον αφορά στα Κέντρα Υγείας. Διοικούνται από μία κεντρική γραφειοκρατία, ερήμην της τοπικής κοινωνίας την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν. Διασπώνται σε ψυχικής και σωματικής, αποκόπτονται από τις τοπικές κοινωνίες και τον προληπτικό τους ρόλο, και εν τέλει υποβαθμίζονται σε απλούς διακομιστικούς σταθμούς. Έτσι, το κέντρο βάρους αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας μετατίθεται σε ογκώδεις, απρόσωπους οργανισμούς, όπως τα ψυχιατρικά και άλλα νοσοκομεία, που εκ των πραγμάτων λειτουργούν πλέον πυροσβεστικά στα ήδη συσσωρεμένα προβλήματα.
Τέτοιοι μεγάλοι οργανισμοί θεραπείας των προβλημάτων υγείας των πολιτών, στελεχωμένοι με εκατοντάδες ή και χιλιάδες εξειδικευμένους υπαλλήλους, διαμορφώνουν όρους ταύτισης των βιοποριστικών συμφερόντων των εργαζομένων με την ύπαρξη τους και τις διαχειριστικές πολιτικές αντιμετώπισης των προβλημάτων. Αποτελούν τόπο διαπλοκής ατομικών, συντεχνιακών και μεγάλων οικονομικών/πολιτικών συμφερόντων, οδηγώντας τους εργαζόμενους στην απόλυτη αλλοτρίωση. Λειτουργούν ερήμην των πραγματικών αναγκών των πολιτών. Ως εκ τούτου, όχι μόνο αδυνατούν συχνά να συνεισφέρουν στην επίλυση των προβλημάτων υγείας, αλλά αντιθέτως συνιστούν εστίες οργανωμένης αντίστασης σε κάθε ιδέα αλλαγής· αποτελούν, δηλαδή, ισχυρούς υποστηρικτές του status quo στον χώρο της Υγείας (Albee, 1998· Prilletensky, 1989· Sarason, 1981).
Όλα τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χωρίς πολιτική αλλαγή, δηλαδή χωρίς ανατροπή του οικονομικού προτάγματος, δεν είναι δυνατόν να συζητάμε για αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και προαγωγή της ψυχικής υγείας. Αλλά, χωρίς το οικονομικό πρόταγμα, ο καπιταλισμός καταρρέει και ο σοσιαλισμός αποτελεί μονόδρομο.
Από Κοινού
Ο Φοίβος Ζαφειρίδης είναι ψυχίατρος ειδικευμένος στην κοινωνική ψυχιατρική και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Ίδρυσε τη θεραπευτική Κοινότητα ΙΘΑΚΗ το 1983 και το Κέντρο θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.) το 1987, του οποίου υπήρξε διευθυντής μέχρι το 1995.
Έκτοτε, εργάζεται στο τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. ως αναπληρωτής καθηγητής, όπου διδάσκει ψυχολογία των εξαρτήσεων και ανθρωπιστική ψυχολογία/ψυχοθεραπεία. Παράλληλα, είναι επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του τμήματος Ψυχολογίας του Α.Π.Θ.
Πολλά από τα συνεχώς διογκούμενα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, όπως οι εξαρτήσεις – από τις νόμιμες ή παράνομες φαρμακευτικές ουσίες – τα τυχερά παιχνίδια, το διαδίκτυο, η βία στα σχολεία, η εφηβική κατάθλιψη και αυτοκτονικότητα, η πολυφαρμακία και ο αλκοολισμός της τρίτης ηλικίας, στην έκταση που σήμερα απαντώνται, είναι απόρροια του σύγχρονου μοντέλου ανάπτυξης, και κατ’ επέκταση των στάσεων, των προτύπων και των τρόπων ζωής που το συγκεκριμένο μοντέλο υπαγορεύει στους ανθρώπους. Η εμφάνιση και η συνεχιζόμενη εξάπλωση των προβλημάτων αυτών συνδέεται με δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού/οικονομικού μας συστήματος, τις εσωτερικές του αντιφάσεις, τις ιδεολογικές του κατευθύνσεις και τις συνεπακόλουθες πολιτικές επιλογές του (Δικαίου και άλλοι, 1999· Wilkinson, 1996).
Το πρόταγμα της αέναης οικονομικής ανάπτυξης ως κεντρική πολιτική επιλογή των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών αποτελεί ίσως αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της οικονομίας της αγοράς, αλλά με κανέναν τρόπο δεν προάγει την υγεία του ανθρώπου, εφόσον διαμορφώνει ψυχοπιεστικές συνθήκες που ευθύνονται άμεσα η έμμεσα για την εμφάνιση ψυχολογικών και ψυχιατρικών νοσημάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί η πολιτική επιλογή του οικονομικού προτάγματος, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο σε απλό εργαλείο επίτευξης οικονομικών στόχων, αδυνατεί να καλύψει τις υπαρξιακές του ανάγκες και κυρίως να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του.
Αλλά, όπως γνωρίζουμε εδώ και πολλές δεκαετίες, χάρη στο έργο φωτισμένων ψυχιάτρων και ψυχολόγων όπως οι Fromm (1955), May (1960), Maslow (1962), Frankl (1963), Cushman (1990), η απουσία νοήματος ζωής ευθύνεται για τη δημιουργία του αλλοτριωμένου και αποξενωμένου ανθρώπου, που πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είναι επιρρεπής προς οιαδήποτε σοβαρή εξάρτηση, φαρμακευτική ή μη. Συνεπώς, η ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι η ανθρώπινη ευτυχία ταυτίζεται με τη συνεχή άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τη δυνατότητα υπερκατανάλωσης άχρηστων υλικών αγαθών, δηλαδή ότι η ζωή μπορεί να «διεκπεραιωθεί» με τα επινοημένα αναλώσιμα ψευδονοήματα του καπιταλιστικού πολιτισμού, δε δικαιώνεται από τις πραγματικότητες που διαμορφώνονται στον χώρο της Υγείας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιθέτως, οι δείκτες των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων αυξάνονται αλματωδώς (Π.Ο.Υ., 2001), υπενθυμίζοντας το τίμημα που έχει για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία η υιοθέτηση στρεβλών πολιτικών επιλογών. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε καθαρό παραλογισμό: Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι οικονομίες ευημερούν και οι πολίτες ασθενούν (!) Προφανώς, η καπιταλιστική ανάπτυξη βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Η ίδια αυτοκαταστροφική πορεία ακολουθείται και ως προς το φυσικό περιβάλλον. Η υπεράντληση των φυσικών πόρων από τη μειοψηφία των προηγμένων οικονομικά και τεχνολογικά χωρών – επακόλουθο του οικονομικού προτάγματος της Δύσης – εκτός του ότι υποθηκεύει το μέλλον του πλανήτη, καταδικάζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Το μαρξιστικό και πρωτοχριστιανικό όραμα της παγκόσμιας κοινωνίας της αλληλεγγύης και των ανθρωπιστικών αξιών αντικαθίσταται από το μονοσήμαντο όραμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, ενώ οι ανθρωπιστικές αξίες αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό και τον κυνισμό που υπηρετούν την καπιταλιστική ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο, πλήττεται τόσο το ένθετο ανθρώπινο ήθος, απαραίτητο για την ανθρώπινη υγεία και ευτυχία, όσο και το οικολογικό ήθος, απαραίτητο για την οικολογική ισορροπία.
Οι αυτοκαταστροφικές πολιτικές επιλογές δε θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθούν από υγιείς ανθρώπους, που διατηρούν επαφή με τις πραγματικές τους ανάγκες, γιατί τέτοιοι πολίτες δε θα στήριζαν τον παραλογισμό της αέναης και άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι, λοιπόν, προκειμένου να διασφαλισθεί η απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, κατασκευάζεται ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος που θα υπηρετεί το καπιταλιστικό αναπτυξιακό όραμα. Για τον σκοπό αυτό, καλλιεργούνται στην ανθρώπινη ύπαρξη συστηματικά, ήδη από την παιδική ηλικία, με όλα τα διαθέσιμα μέσα (εκπαιδευτικό σύστημα, μέσα μαζικής ενημέρωσης), οι αρνητικές/άρρωστες πλευρές της, όπως η επιθετικότητα, ο εγωκεντρισμός, η ακόρεστη δίψα για δύναμη και χρήμα, η απληστία, η πλήρης αδιαφορία για το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, περιφρονούνται οι έμφυτες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης για αγάπη, δικαιοσύνη, ομορφιά, φιλότητα και αλτρουισμό. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα πλήρως ανθυγιεινό για την ανθρώπινη ύπαρξη περιβάλλον.
Οι προβληματικές υπάρξεις που κατασκευάζει το ανθυγιεινό περιβάλλον, παθητικές-προσαρμοστικές-ελέγξιμες, στηρίζουν με τη σειρά τους παράλογες πολιτικές επιλογές και άρρωστα πολιτειακά πρόσωπα που αποδιοργανώνουν ακόμη περισσότερο πολίτες και κοινωνία. Ο φαύλος κύκλος, που εντατικοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, ευθύνεται για την αλματώδη αύξηση των ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις πολιτικοοικονομικές επιλογές και στην Υγεία.
Έρευνες, όπως του Wilkinson (1996), απέδειξαν με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η κατάσταση της ψυχικής υγείας μιας κοινωνίας εξαρτάται ευθέως από την ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και την καλλιέργεια ή μη κοινοτικών αξιών. Συνεπώς, το πρόταγμα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης σε βάρος των ηθικών και αληθινών ψυχολογικών αναγκών της ανθρώπινης ύπαρξης βλάπτει σοβαρά την ψυχική υγεία των πολιτών.
Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις των σύγχρονων δυτικών κρατών εδώ και πολλές δεκαετίες εξαγγέλλουν και εφαρμόζουν (συνήθως προεκλογικά) άπειρα εθνικά στρατηγικά σχέδια και προγράμματα. Φυσικά, κανένα από αυτά δεν οδήγησε σε ανακοπή της εξάπλωσης των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τις συνεχείς αποτυχίες, επιμένουν να προσεγγίζουν τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα με ανώδυνες, ουδέτερες και αμφίβολης αξιοπιστίας (Peele, 1989) επιστημονικές θεωρίες, αποφεύγοντας να υιοθετήσουν επιστημονικές έρευνες και απόψεις που αναδεικνύουν τις πολιτικές αιτίες αυτών των προβλημάτων.
Χωρίς ειλικρινή προσπάθεια εμβάθυνσης στους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς, με άγνοια ή περιφρόνηση της μαρξιστικής σκέψης και των διαλεκτικών εργαλείων, με απουσία στρατηγικού οράματος για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, ακολουθούνται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα, ως μονόδρομος πλέον, διαχειριστικές/συμπτωματικές πολιτικές σε καίρια κοινωνικά ψυχολογικά και οικολογικά προβλήματα (Albee, 1998? Μεγαλοοικονόμου, 2001? Ζαφειρίδης, 2001γ).
Αν κρίνει κανείς από την έξαρση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως τα ναρκωτικά, ο αλκοολισμός, ο ρατσισμός, η εφηβική παραβατικότητα, κ.ά., τις τελευταίες δεκαετίες οι πολιτικές αυτές είναι αναποτελεσματικές. Είναι όμως, παρ’ όλα αυτά, χρήσιμες, γιατί παρέχουν ψευδαισθησιογόνο άλλοθι στο κοινωνικό σώμα, συγκαλύπτοντας την αδυναμία ριζικών απαντήσεων στα σύγχρονα προβλήματα. Γιατί ριζικές απαντήσεις θα σήμαινε ανατροπή των υφιστάμενων ιεραρχήσεων και ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων και αδυναμιών του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος. Η δρομολόγηση, όμως, τέτοιων διεργασιών, εκτός του ότι προϋποθέτει αναδιανομή της εξουσίας, θα αποκάλυπτε τον αντιανθρώπινο και παράλογο χαρακτήρα του αναπτυξιακού μας μοντέλου. Αντίθετα, το πολιτικό σύστημα, προκειμένου να συγκαλύψει την ανεπάρκεια του, συνεπικουρούμενο από μία χειραγωγημένη επιστημονική έρευνα, κατακερματίζει, απομονώνει και εξειδικεύει τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα· τα εμφανίζει ως σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση και εν τέλει αναθέτει σε εξειδικευμένες διαχειριστικές υπηρεσίες την αντιμετώπιση τους (Ζαφειρίδης, 2001γ· Albee, 1998· Prilletensky, Nelson, 1997· Sarason, 1981).
Επιμένει στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών παρά τη διαπιστωμένη αποτυχία τους. Και εάν, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η συμπτωματική/διαχειριστική προσέγγιση σήμαινε χορήγηση ψυχοφαρμάκων και ισόβιους εγκλεισμούς σε εξειδικευμένα ιδρύματα, η σημερινή της εκδοχή επιβάλλει τη συνεχή ανάπτυξη νέων εξειδικευμένων υπηρεσιών, δημόσιων ή ιδιωτικών, και την «οικειοθελή» επανειλημμένη προσφυγή σ’ αυτές. Η νέα εξωραϊσμένη εκδοχή αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, αφού θεωρεί και αυτή ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας δεν αφορά σε καμία περίπτωση στους πολίτες και στην τοπική κοινωνία, αλλά αποκλειστικά στους ειδικούς και στις εξειδικευμένες υπηρεσίες. Και στις δύο εκδοχές, προέχει η λογική της διαχείρισης και της καταστολής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αλλοτριωμένη επιστημονική έρευνα και γνώση επιστρατεύονται, προκειμένου αφενός να συγκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες και αφετέρου να αποτελέσουν άλλοθι για επιστήμονες και πολιτικούς που θα συνταχθούν με την κυρίαρχη αντίληψη και πρακτική.
Στο ίδιο πλαίσιο της κατασταλτικής λογικής, ερμηνεύεται και η συγκεντρωτική πολιτική που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση των ναρκωτικών και των άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής -που στην πράξη σημαίνει συνεχή μετατόπιση της ευθύνης αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας από τους ενεργούς πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες προς τα εξειδικευμένα τεχνοκρατικά στελέχη και τις απρόσωπες υπηρεσίες – δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται άμεσα με την επιβίωση του πολιτικοοικονομικού συστήματος, που, για να υπάρξει, οφείλει να διαμορφώνει αλλοτριωμένους, παθητικούς και αμέτοχους στα κοινά πολίτες. Εξάλλου, η αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση της ευθύνης αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας θα έβλαπτε σοβαρά το σύστημα: Θα οδηγούσε στη συνειδητοποίηση από τους πολίτες της ασυμβατότητας μεταξύ του οικονομικού προτάγματος και της Υγείας, γεγονός που θα προκαλούσε μαζική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Η παθητικοποίηση και η αλλοτρίωση του πολίτη, ως μία ακόμη κεντρική επιλογή του αναπτυξιακού μοντέλου, διαμορφώνει όρους συσσώρευσης εξουσίας και οικονομικών πόρων σε πολιτικά ελεγχόμενα κέντρα διαχείρισης τους. Στην περίπτωση του παραδείγματος της Υγείας, θεραπευτική εξουσία και οικονομικοί πόροι διανέμονται ακολούθως, με κριτήρια όχι επιστημονικά αλλά πολιτικά, σε επιλεγμένους επιστήμονες, οργανισμούς Υγείας και προγράμματα, λειτουργώντας ως κίνητρο συναινετικής προς την κυρίαρχη ιδεολογία και το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα της Υγείας συμπεριφοράς. Τυπικό δείγμα αυτής της πρακτικής αποτελεί η πολιτική που ασκείται όσον αφορά στα Κέντρα Υγείας. Διοικούνται από μία κεντρική γραφειοκρατία, ερήμην της τοπικής κοινωνίας την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν. Διασπώνται σε ψυχικής και σωματικής, αποκόπτονται από τις τοπικές κοινωνίες και τον προληπτικό τους ρόλο, και εν τέλει υποβαθμίζονται σε απλούς διακομιστικούς σταθμούς. Έτσι, το κέντρο βάρους αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας μετατίθεται σε ογκώδεις, απρόσωπους οργανισμούς, όπως τα ψυχιατρικά και άλλα νοσοκομεία, που εκ των πραγμάτων λειτουργούν πλέον πυροσβεστικά στα ήδη συσσωρεμένα προβλήματα.
Τέτοιοι μεγάλοι οργανισμοί θεραπείας των προβλημάτων υγείας των πολιτών, στελεχωμένοι με εκατοντάδες ή και χιλιάδες εξειδικευμένους υπαλλήλους, διαμορφώνουν όρους ταύτισης των βιοποριστικών συμφερόντων των εργαζομένων με την ύπαρξη τους και τις διαχειριστικές πολιτικές αντιμετώπισης των προβλημάτων. Αποτελούν τόπο διαπλοκής ατομικών, συντεχνιακών και μεγάλων οικονομικών/πολιτικών συμφερόντων, οδηγώντας τους εργαζόμενους στην απόλυτη αλλοτρίωση. Λειτουργούν ερήμην των πραγματικών αναγκών των πολιτών. Ως εκ τούτου, όχι μόνο αδυνατούν συχνά να συνεισφέρουν στην επίλυση των προβλημάτων υγείας, αλλά αντιθέτως συνιστούν εστίες οργανωμένης αντίστασης σε κάθε ιδέα αλλαγής· αποτελούν, δηλαδή, ισχυρούς υποστηρικτές του status quo στον χώρο της Υγείας (Albee, 1998· Prilletensky, 1989· Sarason, 1981).
Όλα τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χωρίς πολιτική αλλαγή, δηλαδή χωρίς ανατροπή του οικονομικού προτάγματος, δεν είναι δυνατόν να συζητάμε για αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και προαγωγή της ψυχικής υγείας. Αλλά, χωρίς το οικονομικό πρόταγμα, ο καπιταλισμός καταρρέει και ο σοσιαλισμός αποτελεί μονόδρομο.
Από Κοινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου