Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Πίνοντας, μια νύχτα με πανσέληνο.

Ψευδομακάβριος χορός
 Διαγωνίως απ’ την μπάρα (σε μια φωλιά του Χιλιόμετρου των Αλκοολικών στο Κέντρο) βλέπω μια τσακισμένη μορφή. Δεν το ξέρει ότι είναι (τσακισμένη). Νομίζει ότι σκίζει. Στα 40 κάτι, με ακριβά ρούχα χίπστερ και βλέμμα σμέρνας. Περίβλεπτος στον κόσμο των εκδόσεων. Πίνει κοκτέιλ με όνομα τροπικό.
«Χα, χα, χα...», λέει. Και το μικρό πηγάδι που τον κυκλώνει επαναλαμβάνει: «Χα, χα, χα...». Είναι χαρούμενοι.
Τον ξέρω. Δεξί χέρι ενός εξέχοντος απατεώνος,
 στα χρόνια του κρασιού και των ρόδων. Μιαν αυγή δροσάτη, το αφεντικό του βρέθηκε με κατεβασμένα βρακιά, καρατομήθηκε κι έκτοτε τρώει τα κλεμμένα του στα μουλωχτά. (Δεν είναι να τον ζηλεύεις). Και ο ήρωας της μικρής μας αλκοολικής βραδιάς βρέθηκε ξέμπαρκος στην έρημο της τιμιότητος.
Κοιτάει κυκλοτερώς, μέσα απ' τον λάκκο τη μέθης του - όπως τσεκάρουν γύρω τους εκείνοι που σουφρώνουν πράγματα, την ώρα που τα σουφρώνουν.
Είμαι μόλις δέκα μέτρα από αυτόν - συνεπώς ανασαίνουμε τον ίδιο αέρα. Ίσως και την ίδια ζωή. Ξέρει ότι ξέρω. Συνεπώς, εμένα αποφεύγει να με δει.
Έξω βρέχει. Ας βγούμε στη βροχή. Η καταιγίδα έχει ρίξει κάτι τεράστια αλουμίνια από ψηλά, κατευθείαν πάνω σ’ ένα ολοκαίνουργιο BMW (ποιος αγοράζει αυτοκίνητα τέτοια εποχή;). Τα καρφωμένα κοντάρια διαπερνούν το σπασμένο παρμπρίζ και υψώνονται στον μαύρο ουρανό σαν ιστοί δίχως σημαία. Ανύπαρχτη Χώρα. Το νερό δροσίζει το πρόσωπό μου… «Χα, χα, χα…».
Ένα πρεζάκι παρακαλάει τον φαρμακοποιό να του δώσει «λίγη μεθαδόνη». «Φύγε, φύγε!», του λέει πίσω απ’ τα κάγκελα αυτός. «Θα φωνάξω την αστυνομία». Και γυρνώντας προς το μέρος μου: «Αν δώσω σε έναν, πέφτει σύρμα και σε λίγο πλακώνει όλη η Ομόνοια». (Χρειάζεται να γραφτεί νέο ποίημα για τους φαρμακοποιούς που διανυκτερεύουν.)
Οι άστεγοι δεν σου ζητάνε λεφτά. Ούτε καν σε κοιτάνε. Οι μισοί ντρέπονται, οι άλλοι μισοί δεν προσέχουν πια ποιος περνάει δίπλα τους - έρημοι εντελώς. Οι περισσότεροι, στις τρύπες τους, προσπαθούν να γίνουν αόρατοι.
Σε ένα άλλο μπαρ βλέπω από μακριά το στέλεχος μιας σοβαρής εφημερίδος. Μια μάζα κρέατος δίχως μάτια. Κάνει κι αυτός τον σπουδαίο στο παρεάκι του. Το πλαδαρό σώμα του παίρνει πόζες μορφονιού, μπλα μπλα μπλα, μεγάλα λόγια, γύψινα ρητορείας, ντιβανομπάουλα στόμφου. Αγανακτισμένος κι αυτός! Με λιωμένες σόλες από τα ολοπρόθυμα Προσοχή / Ημι-ανάπαυσις στο πιο σκληρό Αφεντικό, στο πιο διαπλεγμένο. Με μικρομέγαλες προδοσίες στο μαγαζί όπου ζει σημειωτόν, χρόνια και χρόνια, προσπαθώντας να πιάσει την καλή -αλλά, για δες!- η ζωή πέρασε κι εμείς είμαστε ακόμα εδώ, ανεβασμένοι σε έναν λόφο χαμηλό, μπορώ να σου δείξω από εδώ, Φτωχέ Διευθυντά, την Κοιλάδα της Ματαίωσης. Αυτή είναι η ζωή σου. Μια ζωή δίχως πράξεις. Μόνο με σφυρήλατες κακίες για τις πράξεις των άλλων. Πιες το ουισκάκι σου, σκέψου μια ωραία φράση να γράψεις, μπαλώσου όπως μπορείς, δάγκωσε όποιον απειλήσει τον εναέριο θώκο σου. Κάνεις κι εσύ ό,τι σε κάνει η ζωή! Κάποτε είχες ωραία μαύρα μαλλιά (τα είχα χαϊδέψει). Χα, χα, χα…
Φυσάει σαν να τελειώνει ο κόσμος. Μα εδώ μέσα είναι η ζέστη του παχνιού. Κι όλοι ψιλοϋπάρχουμε - εχθροί και φίλοι. Παίζει στυλάτα σκουπίδια ο ντιτζέι, ο αγράμματος ντιτζέι, που νομίζει ότι επειδή έχει τατουάζ και γεωμετρημένη μούρη είναι ενδιαφέρων. Και πιάνει με τα δίχως αίμα δάχτυλά του τα CDs και τα κατσιάζει. Αγνοεί ότι δίχως ποίηση ούτε ένα αυγό δεν μπορείς να τηγανίσεις. Κουνάει τον (επίσης γεωμετρημένο) πισινό του και τα κορίτσια σκύβουν και ρουφάνε τα κοκτέιλ τους με τα μάτια ανυψωμένα, σαν να προσεύχονται. Κι έτσι πάει το βράδυ, ο ντιτζέι κουνάει τον μαγευτικό κορμό του και τα κορίτσια ρουφάνε λαίμαργα κι ονειροπόλα την μπόμπα τους - όλα νοθευμένα, και τα ποτά κι η μουσική κι η επιθυμία. Χα, χα, χα… Τι ωραίο μπαράκι, τι δυνατές μουσικές, τι τρέντι φατσούλες. Να θυμηθώ να πάρουμε καμιά διαφήμιση…
Γυρνάω με τα πόδια. Βαριέμαι τη μάζα των νέων - όπως κάθε μάζα. Μάλλον από άμυνα στον χαλασμό ανέπτυξαν αυτό το στυλ της σχεδόν τραμπούκικης αυτάρκειας. Που είναι λυόμενη - πυργοδέσποινες στα lego.
Τους αβαντάρισε και το μάγο ίντερνετ!…Ξέρουν καλά τη μηχανική των πραγμάτων, αλλά αγνοούν παντελώς ότι υπάρχει πάντα «ένα φάντασμα στη μηχανή». Γι’ αυτό και οι περισσότεροι καταλήγουν σαν το στέλεχος της σοβαρής εφημερίδας. Δευτεραγωνιστές με μαντήλι στο πέτο και πολλά απωθημένα. Προτιμώ τους λίγους κι εκλεκτούς που σπάνε το παιχνίδι για να δουν τι έχει μέσα. Ασχέτως ηλικίας, ασχέτως τσέπης. Ξέρω γέρους που καίγονται κάθε βράδυ σαν ηλιοβασιλέματα. Αλλά δεν έρχονται στο Χιλιόμετρο των Αλκοολικών. Καίγονται στα δωμάτιά τους.
Σώνεται η νύχτα. Κάπως μάταιη πάλι. Και δυσκολεύομαι να ζήσω σε μια πόλη που τελειώσανε τα ψέματά της, αφού χωρίς ψέματα οι πόλεις δεν αντέχονται - ξαναγίνονται μηχανές της ανάγκης. Όμως χωρίς φαντάσματα στη μηχανή, καλή ζωή δεν υπάρχει. Καλοί άνθρωποι δεν εμφανίζονται. Κι η μόνη ποίηση που φυτρώνει είναι οι ουτοπίες της αναρχίας. Καλοδεχούμενες, αλλά δεν φτάνουν.
Στον δρόμο της επιστροφής βλέπω την πανσέληνο. Χλωμή και κίτρινη, σαν ευρώ που δύει.

                                        ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου