Η διαχείριση της κρίσης χρέους φαίνεται ότι καθιστά πολυτέλεια ακόμα και το ελάχιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας που είχε κατακτηθεί
Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών έχει μακρά παράδοση έρευνας και δημοσιεύσεων σχετικά με το χρόνιο έλλειμμα στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Οι συνάδελφοι που ασχολήθηκαν με το ζήτημα έχουν καταδείξει την υπανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας στον συγκεκριμένο κρίσιμο τομέα και το γεγονός ότι αν αυτή δεν οδήγησε μέχρι σήμερα στην εξαθλίωσή τους, ήταν χάρη σε ένα μοντέλο ρύθμισης το οποίο βασίστηκε στη διευρυμένη πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση, με «εργαλεία» την προστασία και την αξιοποίηση της μικροϊδιοκτησίας, την προστασία του μικρού κατασκευαστικού κεφαλαίου, την αποδοχή των άτυπων μορφών στέγασης, την παροχή ειδικών προνομίων σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και αργότερα το άνοιγμα της τραπεζικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, όσοι και όσες είχαν την εργασία ως κύρια ή και αποκλειστική πηγή πόρων όφειλαν να φροντίζουν για την κατοικία τους στηριγμένοι/ες σε ατομικές ή οικογενειακές στρατηγικές. Η κρατική μέριμνα για την κατασκευή δημόσιας κατοικίας παρέμεινε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο ασήμαντη, συγκρινόμενη με τα αντίστοιχα μεγέθη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό στιγματίστηκε και απαξιώθηκε ως κοινωνικά αποδεκτή στεγαστική λύση, όπως απαξιώνονταν προοδευτικά οι οικισμοί που παρόλα αυτά κατασκευάστηκαν από το Δημόσιο.
Παρόμοια υπανάπτυξη χαρακτήρισε και άλλους τομείς κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων όπως η φροντίδα των παιδιών, οι διακοπές και η ψυχαγωγία. Οι παροχές στα πεδία αυτά στηρίχθηκαν στις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών τους, σε μία πρώιμη μορφή υιοθέτησης του λεγόμενου ‘τρίτου τομέα’ της οικονομίας, αρκετά πριν ο όρος καταστεί δημοφιλής καραμέλα στα χείλη πολιτικών και δημοσιογράφων. Η αποδέσμευση του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης συνέβαλε κι εδώ στη διαχρονική απαξίωση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Για την ακρίβεια η ίδια η χρήση του όρου «δικαιώματα» για δημόσια αγαθά όπως ο «κοινωνικός τουρισμός» ή τα «δελτία θεατρικών παραστάσεων» τέθηκε εκτός του πολιτικού λεξιλογίου, όπου χαρακτηριστικά επικράτησε ο όρος «παροχές», μετατρέποντας την αυτονόητη πρόσβαση σε αυτά σε φιλανθρωπική παραχώρηση.
Στην εποχή των ριζικών αναδιαρθρώσεων του ευρύτερου μοντέλου κοινωνικής ρύθμισης σε βάρος της εργασίας, εποχή στην οποία μια σειρά από κοινωνικά στρώματα πλήττονται σε βαθμό πρωτόγνωρο τουλάχιστον για τη μεταπολιτευτική ιστορία, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει εν μία νυκτί την εξαφάνιση και αυτών ακόμα των υπολειμμάτων.
Την ώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται χωρίς στέγη ή σε ακραίες στεγαστικές συνθήκες, την ώρα που τίθεται εν αμφιβόλω το δικαίωμα όχι απλά και μόνο των ανέργων αλλά και όλο και περισσότερων εργαζόμενων σε μια αξιοπρεπή διαβίωση, η διαχείριση της κρίσης χρέους φαίνεται ότι καθιστά πολυτέλεια ακόμα και το ελάχιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας που είχε κατακτηθεί.
Ως κοινωνικοί επιστήμονες θεωρούμε απαράδεκτη και πέρα από το όριο της πολιτικής ηθικής την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Ως εργαζόμενοι στο πεδίο της κοινωνικής έρευνας, δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε τα λόγια απολυμένης συναδέλφου στον ΟΕΚ:
«[Καταργήθηκαν] δύο υπηρεσίες που αντικείμενό τους ήταν οι εργαζόμενοι, τα χαμηλά εισοδήματα, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, ΑΜΕΑ, οι ανάπηροι, οι άγαμες μητέρες, τα νέα ζευγάρια, και οι εργαζόμενες μητέρες! Εδώ μέσα, καμάρωνα για τη δουλειά μου… Έδινα κι έπαιρνα, απ΄ αυτή τη δουλειά. Όμως ακόμη ορίζω τα χέρια μου και το μυαλό μου. Το κουράγιο μου και την ελπίδα μου που ακόμη μου ανήκουν... Είμαι αποφασισμένη να μην παραδοθώ»!
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού ΕΚΚΕ
REDNotebook
Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών έχει μακρά παράδοση έρευνας και δημοσιεύσεων σχετικά με το χρόνιο έλλειμμα στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Οι συνάδελφοι που ασχολήθηκαν με το ζήτημα έχουν καταδείξει την υπανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας στον συγκεκριμένο κρίσιμο τομέα και το γεγονός ότι αν αυτή δεν οδήγησε μέχρι σήμερα στην εξαθλίωσή τους, ήταν χάρη σε ένα μοντέλο ρύθμισης το οποίο βασίστηκε στη διευρυμένη πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση, με «εργαλεία» την προστασία και την αξιοποίηση της μικροϊδιοκτησίας, την προστασία του μικρού κατασκευαστικού κεφαλαίου, την αποδοχή των άτυπων μορφών στέγασης, την παροχή ειδικών προνομίων σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και αργότερα το άνοιγμα της τραπεζικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, όσοι και όσες είχαν την εργασία ως κύρια ή και αποκλειστική πηγή πόρων όφειλαν να φροντίζουν για την κατοικία τους στηριγμένοι/ες σε ατομικές ή οικογενειακές στρατηγικές. Η κρατική μέριμνα για την κατασκευή δημόσιας κατοικίας παρέμεινε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο ασήμαντη, συγκρινόμενη με τα αντίστοιχα μεγέθη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό στιγματίστηκε και απαξιώθηκε ως κοινωνικά αποδεκτή στεγαστική λύση, όπως απαξιώνονταν προοδευτικά οι οικισμοί που παρόλα αυτά κατασκευάστηκαν από το Δημόσιο.
Παρόμοια υπανάπτυξη χαρακτήρισε και άλλους τομείς κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων όπως η φροντίδα των παιδιών, οι διακοπές και η ψυχαγωγία. Οι παροχές στα πεδία αυτά στηρίχθηκαν στις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών τους, σε μία πρώιμη μορφή υιοθέτησης του λεγόμενου ‘τρίτου τομέα’ της οικονομίας, αρκετά πριν ο όρος καταστεί δημοφιλής καραμέλα στα χείλη πολιτικών και δημοσιογράφων. Η αποδέσμευση του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης συνέβαλε κι εδώ στη διαχρονική απαξίωση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Για την ακρίβεια η ίδια η χρήση του όρου «δικαιώματα» για δημόσια αγαθά όπως ο «κοινωνικός τουρισμός» ή τα «δελτία θεατρικών παραστάσεων» τέθηκε εκτός του πολιτικού λεξιλογίου, όπου χαρακτηριστικά επικράτησε ο όρος «παροχές», μετατρέποντας την αυτονόητη πρόσβαση σε αυτά σε φιλανθρωπική παραχώρηση.
Στην εποχή των ριζικών αναδιαρθρώσεων του ευρύτερου μοντέλου κοινωνικής ρύθμισης σε βάρος της εργασίας, εποχή στην οποία μια σειρά από κοινωνικά στρώματα πλήττονται σε βαθμό πρωτόγνωρο τουλάχιστον για τη μεταπολιτευτική ιστορία, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει εν μία νυκτί την εξαφάνιση και αυτών ακόμα των υπολειμμάτων.
Την ώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται χωρίς στέγη ή σε ακραίες στεγαστικές συνθήκες, την ώρα που τίθεται εν αμφιβόλω το δικαίωμα όχι απλά και μόνο των ανέργων αλλά και όλο και περισσότερων εργαζόμενων σε μια αξιοπρεπή διαβίωση, η διαχείριση της κρίσης χρέους φαίνεται ότι καθιστά πολυτέλεια ακόμα και το ελάχιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας που είχε κατακτηθεί.
Ως κοινωνικοί επιστήμονες θεωρούμε απαράδεκτη και πέρα από το όριο της πολιτικής ηθικής την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Ως εργαζόμενοι στο πεδίο της κοινωνικής έρευνας, δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε τα λόγια απολυμένης συναδέλφου στον ΟΕΚ:
«[Καταργήθηκαν] δύο υπηρεσίες που αντικείμενό τους ήταν οι εργαζόμενοι, τα χαμηλά εισοδήματα, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, ΑΜΕΑ, οι ανάπηροι, οι άγαμες μητέρες, τα νέα ζευγάρια, και οι εργαζόμενες μητέρες! Εδώ μέσα, καμάρωνα για τη δουλειά μου… Έδινα κι έπαιρνα, απ΄ αυτή τη δουλειά. Όμως ακόμη ορίζω τα χέρια μου και το μυαλό μου. Το κουράγιο μου και την ελπίδα μου που ακόμη μου ανήκουν... Είμαι αποφασισμένη να μην παραδοθώ»!
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού ΕΚΚΕ
REDNotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου