Στις ερωτήσεις των φίλων αν αισθάνομαι ασφαλής και πώς κυκλοφορώ, απαντάω οργισμένα, πλήττοντας τη μικροαστική νοοτροπία, που υποτίθεται δεν έχω εγώ ο «προοδευτικός».
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας παρά τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών των συμμοριών στην παρακάτω γωνία,
παρά τα καλάσνικοφ που κροτάλιζαν δυο στενά απ’ το σπίτι μου, αφήνοντας πτώματα στην άσφαλτο.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά τις αλλεπάλληλες διαρρήξεις των διαμερισμάτων όλης της περιοχής, και των κλοπών που θύμα τους τουλάχιστον τρεις φορές έχει πέσει και η γυναίκα μου.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά την -πρώτα περιστασιακά και τώρα μόνιμη- οσμή της αμμωνίας, έξω απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας μου, των διπλανών στενών, της πλατείας, της ζωής μας.
Γιατί επιμένω να μένω στη πλατεία Βικτωρίας;
Γιατί θέλω να είμαι κοντά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη πατρίδα μου, γιατί θέλω να νιώθω την ανάσα -έστω και βρώμικη- της πόλης που αγαπάω, γιατί μου αρέσει η ποικιλία της, η ζωντάνια της, η φασαρία της, γιατί μ’ αρέσει να βλέπω την κυρα Μαρία να σέρνει το καροτσάκι της λαϊκής με τη φλεβίτιδα της, γιατί θέλω να συμπαραστέκομαι στην Άννα με το απέναντι κομμωτήριο που βαράει μύγες, και τον Κώστα στο διπλανό καλλυντικάδικο που μετά από δυο χρόνια απραξίας αναγκάστηκε να το δώσει για να γίνει ένα ακόμα Paki.
Γιατί θέλω να νιώθω πώς δεν θέλω να αλλάξει τίποτα στη ζωή που σχεδίασα, να συνεχίσω να είμαι ένας απλός άνθρωπος ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους.
Κι όταν οι μετανάστες μας χτύπησαν τη πόρτα, τους δέχτηκα σαν δικούς μου ανθρώπους, σαν τους γείτονες που έχουν την ανάγκη μου και χρίζουν της προσοχής μου…
Δεν είχε ακόμα στεγνώσει το μελάνι της υπεράσπισης και της αλληλεγγύης μου για τους 300 απεργούς πείνας, όταν την Παρασκευή το βράδυ στις 8, έβγαλα το σκύλο μου την καθιερωμένη του βόλτα, μια ευκαιρία να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με τους φίλους μου. Δεν είχα απομακρυνθεί πενήντα μέτρα απ’ το σπίτι μου, μιλώντας με κάποιον φίλο στο κινητό, όταν αισθάνομαι κάποιον από πίσω, να μου τραβάει το κινητό απ’ το χέρι. Μόνο που το δικό μου χέρι, αντανακλαστικά σφίγγει, και ο νεαρός μελαμψός άντρας με κοιτά σαν να μη πιστεύει πώς εγώ αντιστέκομαι…
Μου το αρπάζει, τελικά, και τρέχει, αλλά και πάλι, προς μεγάλη του έκπληξη, τον φτάνω φωνάζοντας συγχρόνως βοήθεια… Και τότε, αντί για βοήθεια, γίνεται το αδιανόητο.
Από το δρόμο πετάγονται πέντε -προφανώς συμπατριώτες του- που ρίχνουν με μίσος, με κατεύθυνση το κεφάλι μου, δυο γεμάτα μπουκάλια μπύρας, βρίζοντας με συγχρόνως. Ευτυχώς, και τα δυο μπουκάλια μπίρας δεν βρήκαν το στόχο τους, κατέληξαν όμως στη τζαμαρία του απέναντι μαγαζιού ανοίγοντας τρύπα σε κρύσταλλο ασφαλείας δώδεκα χιλιοστών…
Οι φίλοι του αστόχησαν γιατί τυχαία βρέθηκαν δυο έλληνες και τους κράτησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Δυο έλληνες με έσωσαν από τον ιδιότυπο λιθοβολισμό και από το σίγουρο λιντσάρισμα μου, αφού δυο από αυτούς μου έδειξαν πως κουβαλούν μαχαίρι και καλά θα έκανα να το βουλώσω, κινούμενοι απειλητικά εναντίον μου. Και τους ευχαριστώ δημόσια. Δυο Έλληνες τους σταμάτησαν ανάμεσα σε ένα πλήθος τουλάχιστον διακοσίων ανθρώπων, ως επί το πλείστον αλλοδαπών, που βρίσκονταν αδρανείς και αμετοχοι σε απόσταση το πολύ δέκα βημάτων από ένα περιστατικό ακραίας βίας, από μια απόπειρα ανθρωποκτονίας, γιατί αυτός ήταν ο στόχος τους.
Όταν είσαι ζεστός δεν συνειδητοποιείς τον κίνδυνο, παρ όλα αυτά είδα και προσπαθώ να εξηγήσω το μίσος στα βλέμματα αυτών των ανθρώπων, που δεν ηξερα και δεν τους είχα κάνει τίποτα.
Ένιωσα ένας έλληνας που σώζεται από έλληνες στο σπίτι του, και ξαφνικά ένιωσα σαν να με διώχνει ο τόπος μου, σαν να μην τον αναγνωρίζω πια, κι ένιωσα έκθετος σε μια διογκούμενη και χωρίς στόχο και κατεύθυνση οργή, που ελπίζω να διαψευστώ, αλλά φοβάμαι πως θα ‘χει πολύ άσχημα αποτελέσματα.
Απευθύνθηκα στην αστυνομία, και υπέβαλλα μήνυση, μόνο και μόνο για να θυμάμαι πώς δεν έμεινα μετέωρος και αδρανής, και πήρα την καθιερωμένη απάντηση, «φταίει η ανοχή μας».
Και αναρωτιέμαι, πού είναι η Αστυνομία που εγώ σαν καλός φορολογούμενος πολίτης πληρώνω για να με προστατεύει;
Και αναρωτιέμαι εγώ ο αφελής, γιατί όταν γίνεται πορεία και διαμαρτυρία, πλήθη και στίφη αστυνομικών εμφανίζονται παντού, κι αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχει καταστολή και όχι πρόληψη, κι αναρωτιέμαι τι ακριβώς κάνει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» για τον πολίτη του Ιστορικού κέντρου,
Αλλά, πάλι, δεν αναρωτιέμαι, καθώς είναι πασίδηλο πως αυτοί που μας κυβερνάνε ούτε μένουν ούτε έχουν περάσει ποτέ, ούτε και πρόκειται, από την πάλαι ποτέ ένδοξη γειτονιά μου, και νυν γκέτο απελπισμένων και αποκλεισμένων όλων των φυλών και των χρωμάτων.
Πριν από μερικές μέρες έγραψα ένα κείμενο συμπαράστασης στους απεργούς πείνας. Που αγωνίζονται για το αυτονόητο, να τους αντιμετωπίζουν σαν ανθρώπους.
Μετά το γεγονός, εδραιώθηκε ακόμα πιο σταθερή η άποψή μου πως τους κυνηγημένους δεν τους κυνηγάς, τους εξαθλιωμένους δεν τους εξαθλιώνεις, τους βοηθάς, γιατί μόνο στους καιρούς της βαρβαρότητας αποδεικνύεις ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις σ’ αυτό τον κόσμο.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας παρά τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών των συμμοριών στην παρακάτω γωνία,
παρά τα καλάσνικοφ που κροτάλιζαν δυο στενά απ’ το σπίτι μου, αφήνοντας πτώματα στην άσφαλτο.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά τις αλλεπάλληλες διαρρήξεις των διαμερισμάτων όλης της περιοχής, και των κλοπών που θύμα τους τουλάχιστον τρεις φορές έχει πέσει και η γυναίκα μου.
Επιμένω να μένω στην πλατεία Βικτωρίας, παρά την -πρώτα περιστασιακά και τώρα μόνιμη- οσμή της αμμωνίας, έξω απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας μου, των διπλανών στενών, της πλατείας, της ζωής μας.
Γιατί επιμένω να μένω στη πλατεία Βικτωρίας;
Γιατί θέλω να είμαι κοντά σ’ αυτά που συμβαίνουν στη πατρίδα μου, γιατί θέλω να νιώθω την ανάσα -έστω και βρώμικη- της πόλης που αγαπάω, γιατί μου αρέσει η ποικιλία της, η ζωντάνια της, η φασαρία της, γιατί μ’ αρέσει να βλέπω την κυρα Μαρία να σέρνει το καροτσάκι της λαϊκής με τη φλεβίτιδα της, γιατί θέλω να συμπαραστέκομαι στην Άννα με το απέναντι κομμωτήριο που βαράει μύγες, και τον Κώστα στο διπλανό καλλυντικάδικο που μετά από δυο χρόνια απραξίας αναγκάστηκε να το δώσει για να γίνει ένα ακόμα Paki.
Γιατί θέλω να νιώθω πώς δεν θέλω να αλλάξει τίποτα στη ζωή που σχεδίασα, να συνεχίσω να είμαι ένας απλός άνθρωπος ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους.
Κι όταν οι μετανάστες μας χτύπησαν τη πόρτα, τους δέχτηκα σαν δικούς μου ανθρώπους, σαν τους γείτονες που έχουν την ανάγκη μου και χρίζουν της προσοχής μου…
Δεν είχε ακόμα στεγνώσει το μελάνι της υπεράσπισης και της αλληλεγγύης μου για τους 300 απεργούς πείνας, όταν την Παρασκευή το βράδυ στις 8, έβγαλα το σκύλο μου την καθιερωμένη του βόλτα, μια ευκαιρία να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με τους φίλους μου. Δεν είχα απομακρυνθεί πενήντα μέτρα απ’ το σπίτι μου, μιλώντας με κάποιον φίλο στο κινητό, όταν αισθάνομαι κάποιον από πίσω, να μου τραβάει το κινητό απ’ το χέρι. Μόνο που το δικό μου χέρι, αντανακλαστικά σφίγγει, και ο νεαρός μελαμψός άντρας με κοιτά σαν να μη πιστεύει πώς εγώ αντιστέκομαι…
Μου το αρπάζει, τελικά, και τρέχει, αλλά και πάλι, προς μεγάλη του έκπληξη, τον φτάνω φωνάζοντας συγχρόνως βοήθεια… Και τότε, αντί για βοήθεια, γίνεται το αδιανόητο.
Από το δρόμο πετάγονται πέντε -προφανώς συμπατριώτες του- που ρίχνουν με μίσος, με κατεύθυνση το κεφάλι μου, δυο γεμάτα μπουκάλια μπύρας, βρίζοντας με συγχρόνως. Ευτυχώς, και τα δυο μπουκάλια μπίρας δεν βρήκαν το στόχο τους, κατέληξαν όμως στη τζαμαρία του απέναντι μαγαζιού ανοίγοντας τρύπα σε κρύσταλλο ασφαλείας δώδεκα χιλιοστών…
Οι φίλοι του αστόχησαν γιατί τυχαία βρέθηκαν δυο έλληνες και τους κράτησαν με κίνδυνο της ζωής τους. Δυο έλληνες με έσωσαν από τον ιδιότυπο λιθοβολισμό και από το σίγουρο λιντσάρισμα μου, αφού δυο από αυτούς μου έδειξαν πως κουβαλούν μαχαίρι και καλά θα έκανα να το βουλώσω, κινούμενοι απειλητικά εναντίον μου. Και τους ευχαριστώ δημόσια. Δυο Έλληνες τους σταμάτησαν ανάμεσα σε ένα πλήθος τουλάχιστον διακοσίων ανθρώπων, ως επί το πλείστον αλλοδαπών, που βρίσκονταν αδρανείς και αμετοχοι σε απόσταση το πολύ δέκα βημάτων από ένα περιστατικό ακραίας βίας, από μια απόπειρα ανθρωποκτονίας, γιατί αυτός ήταν ο στόχος τους.
Όταν είσαι ζεστός δεν συνειδητοποιείς τον κίνδυνο, παρ όλα αυτά είδα και προσπαθώ να εξηγήσω το μίσος στα βλέμματα αυτών των ανθρώπων, που δεν ηξερα και δεν τους είχα κάνει τίποτα.
Ένιωσα ένας έλληνας που σώζεται από έλληνες στο σπίτι του, και ξαφνικά ένιωσα σαν να με διώχνει ο τόπος μου, σαν να μην τον αναγνωρίζω πια, κι ένιωσα έκθετος σε μια διογκούμενη και χωρίς στόχο και κατεύθυνση οργή, που ελπίζω να διαψευστώ, αλλά φοβάμαι πως θα ‘χει πολύ άσχημα αποτελέσματα.
Απευθύνθηκα στην αστυνομία, και υπέβαλλα μήνυση, μόνο και μόνο για να θυμάμαι πώς δεν έμεινα μετέωρος και αδρανής, και πήρα την καθιερωμένη απάντηση, «φταίει η ανοχή μας».
Και αναρωτιέμαι, πού είναι η Αστυνομία που εγώ σαν καλός φορολογούμενος πολίτης πληρώνω για να με προστατεύει;
Και αναρωτιέμαι εγώ ο αφελής, γιατί όταν γίνεται πορεία και διαμαρτυρία, πλήθη και στίφη αστυνομικών εμφανίζονται παντού, κι αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχει καταστολή και όχι πρόληψη, κι αναρωτιέμαι τι ακριβώς κάνει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» για τον πολίτη του Ιστορικού κέντρου,
Αλλά, πάλι, δεν αναρωτιέμαι, καθώς είναι πασίδηλο πως αυτοί που μας κυβερνάνε ούτε μένουν ούτε έχουν περάσει ποτέ, ούτε και πρόκειται, από την πάλαι ποτέ ένδοξη γειτονιά μου, και νυν γκέτο απελπισμένων και αποκλεισμένων όλων των φυλών και των χρωμάτων.
Πριν από μερικές μέρες έγραψα ένα κείμενο συμπαράστασης στους απεργούς πείνας. Που αγωνίζονται για το αυτονόητο, να τους αντιμετωπίζουν σαν ανθρώπους.
Μετά το γεγονός, εδραιώθηκε ακόμα πιο σταθερή η άποψή μου πως τους κυνηγημένους δεν τους κυνηγάς, τους εξαθλιωμένους δεν τους εξαθλιώνεις, τους βοηθάς, γιατί μόνο στους καιρούς της βαρβαρότητας αποδεικνύεις ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις σ’ αυτό τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου