Δημοσιεύτηκε από το χρήστη ΔΟΝ
Ελεγε ο Βασίλι Καντίνσκι: Τα συναισθήματα είναι η γέφυρα από το μη υλικό προς το υλικό (καλλιτέχνης) και από το υλικό προς το μη υλικό (θεατής), όπως και ότι τα χρώματα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι η αρμονία κι η ψυχή είναι το πιάνο με τις χορδές του.
Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει τ’ όργανο κι αγγίζοντας το ’να ή τ’ άλλο πλήκτρο, δονεί την ψυχή… Αν κάποιος επισκεφθεί την έκθεση στο μουσείο Γκουγκενχάιμ, στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, ας σκεφθεί ότι η τέχνη μπορεί να επιβιώνει εντός και εκτός αγοράς. Με μεγάλες αμοιβές ή και χωρίς αμοιβή. Ο Καντίνσκι δεν αγαπούσε το χρήμα, τουλάχιστον όχι όπως το αγαπάει ο σύγχρονος κόσμος.
Η πείνα της ψυχής δεν αποτελεί ουτοπία, ούτε καν στην εποχή μας. Είναι η άλλη πραγματικότητα για την οποία σπανίως μιλάμε, γιατί ντρεπόμαστε να βγάλουμε στο φως τις αδυναμίες μας. Θα μας χλευάσουν, θα μας αποκαλέσουν αιθεροβάμονες, δήθεν ευαίσθητους, προσποιητούς ανθρώπους και δεν ξέρω τι άλλο. Ομως την πείνα της ψυχής για λίγο μόνο μπορούμε να την προσπεράσουμε. Οπως έλεγε ο Καβάφης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε «πολλές νάρκης του άλγους δοκιμές», αλλά δεν μπορούμε να της ξεφύγουμε. Ακόμη κι όταν το βλέμμα προσκολλάται στις τρέχουσες φωσφορίζουσες εικόνες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι προέχει ο κορεσμός του συναισθήματος της ενδότερης πείνας. Αλλιώς, πώς θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε το ουσιαστικότερο αίτημα της ανθρωπιάς;
Ο αφαιρετικός ζωγράφος Βασίλι Καντίνσκι ένιωθε συχνά ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την πείνα της ψυχής του. Ηθελε τόσο πολύ να λειτουργεί αυθόρμητα, να απωθείται από τις νόρμες του περιβάλλοντός του και να διαλύει τα σχήματα σε χρωματικούς όγκους. Πίστευε ότι αυτή ήταν η δική του μεθοδολογία για να μην καθηλωθεί από τον κορεσμό. Μέχρι να αισθανθεί ξανά ανθρώπινος, μέχρι το επόμενο βήμα του να χαθεί μέσα απ’ τις δυνατές αντιθέσεις του φωτός. Ο Καντίνσκι περιγράφει το πώς η μουσική τον οδήγησε στη ζωγραφική. «Η ρομαντική όπερα Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν για μένα η απόλυτη έκφραση της Μόσχας. Τα βιολιά, οι χαμηλές νότες του βαθύφωνου και κυρίως τα πνευστά ενσάρκωναν τη συμπυκνωμένη ώρα του δειλινού. Είδα όλα τα χρώματα που είχα στο νου μου. Αγριες, σχεδόν παράφορες γραμμές διαγράφονταν μπροστά μου…».
Ο Σολομόν Γκουγκενχάιμ πίστευε ότι το μουσείο που φέρει το όνομά του όφειλε να είναι ναός του πνεύματος. Και όντας λάτρης και προσωπικός φίλος του Καντίνσκι επέλεξε να γίνουν τα έργα του Ρώσου ζωγράφου η κινητήρια δύναμη για τη συνέχεια του μουσείου που μέσα στα χρόνια απέκτησε μοναδική δημοσιότητα. Επομένως δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθυντής του μουσείου επέλεξε έναν Καντίνσκι για τον εορτασμό των 50 χρόνων του Γκουγκενχάιμ. Οσοι θα ’χουν την τύχη ή την ευκαιρία να επισκεφθούν την έκθεση θα βρεθούν μπροστά στην εξελικτική πορεία του ζωγράφου και θα παρακολουθήσουν τρόπους έκφρασης μέσα από τα χρώματα, τα σχήματα, τις γραμμές, αυτή την εσωτερική αναγκαιότητα στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή.
Πνεύμα, ψυχή, ζωή, κόσμος. Οι λέξεις – κλειδιά, οι αρχές, οι αξίες, τα εχέγγυα για τη διαρκή ανοικοδόμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από την ομορφιά της τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή. Οπως συνήθιζε να λέει ο Καντίνσκι, η ζωγραφική επιδρά πάνω σε ό,τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο, συμβάλλει στην υπέρβαση των υπολειμμάτων του υλισμού και από κοινού με τις άλλες τέχνες συνεργεί στην ανάπλαση του κόσμου. Αλλά ο Καντίνσκι δεν ακινητοποιείτο στην επιφάνεια. Αναρρίπιζε και ανασάλευε την εσωτερικότητα του ανθρώπου, πιστεύοντας ότι όποιος μπορεί να εμβαθύνει στους κρυμμένους εσωτερικούς θησαυρούς της τέχνης του δεν μπορεί παρά αν και άναρχος για τους πολλούς να εξελιχθεί σε αξιολάτρευτο συνεργάτη στην πνευματική πυραμίδα που τείνει να φτάνει ώς τον ουρανό.
Ο Καντίνσκι δεν ήταν ο μόνος που επεδίωκε την καλλιτεχνική διατομή. Στη στροφή του 20ού αιώνα, ποιητές, ζωγράφοι και μουσικοί στα πολιτικά κέντρα της Ευρώπης κυρίως συνεργάζονταν θέλοντας να δημιουργήσουν νέες μορφές τέχνης. Στο Παρίσι, ο συνθέτης Ντεμπισύ, ο καταραμένος ποιητής Μαλαρμέ και ο ζωγράφος και μεγάλος ερμηνευτής του γυναικείου σώματος Ντεγκά έψαχναν για διασυνδέσεις ανάμεσα στον ήχο, τα χρώματα και την ευωδιά για να δημιουργήσουν, όπως έλεγε ο Μπωντλέρ μια γλώσσα απελευθερωμένη από τη συμβατικότητα. «Βάζω πινελιές και στάλες χρώμα στους καμβάδες με τη σπάτουλα και τις κάνω να τραγουδούν με όση σφοδρότητα αντέχω», έλεγε ο Καντίνσκι.«Σε ηλικία δεκατριών δεκατεσσάρων ετών, μπόρεσα, επιτέλους, να αγοράσω ένα κουτί λάδια, με τα λεφτά του κουμπαρά μου. Κι ακόμη και σήμερα, μπορώ να νιώσω το συναίσθημα εκείνο, όταν πρωταντίκρυσα τη φρέσκια μπογιά να βγαίνει από το σωληνάριο. Πρέπει απλώς να πιέσεις απαλά με τα δάχτυλά σου και να σου! αυτά τα περίεργα, μυστηριώδη πράγματα που ονομάζουμε μπογιές
Read more: http://kykeon.ning.com/forum/topics/vashili-kanthinski-e-thechne#ixzz1Kegq00aQ
Ελεγε ο Βασίλι Καντίνσκι: Τα συναισθήματα είναι η γέφυρα από το μη υλικό προς το υλικό (καλλιτέχνης) και από το υλικό προς το μη υλικό (θεατής), όπως και ότι τα χρώματα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι η αρμονία κι η ψυχή είναι το πιάνο με τις χορδές του.
Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει τ’ όργανο κι αγγίζοντας το ’να ή τ’ άλλο πλήκτρο, δονεί την ψυχή… Αν κάποιος επισκεφθεί την έκθεση στο μουσείο Γκουγκενχάιμ, στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, ας σκεφθεί ότι η τέχνη μπορεί να επιβιώνει εντός και εκτός αγοράς. Με μεγάλες αμοιβές ή και χωρίς αμοιβή. Ο Καντίνσκι δεν αγαπούσε το χρήμα, τουλάχιστον όχι όπως το αγαπάει ο σύγχρονος κόσμος.
Η πείνα της ψυχής δεν αποτελεί ουτοπία, ούτε καν στην εποχή μας. Είναι η άλλη πραγματικότητα για την οποία σπανίως μιλάμε, γιατί ντρεπόμαστε να βγάλουμε στο φως τις αδυναμίες μας. Θα μας χλευάσουν, θα μας αποκαλέσουν αιθεροβάμονες, δήθεν ευαίσθητους, προσποιητούς ανθρώπους και δεν ξέρω τι άλλο. Ομως την πείνα της ψυχής για λίγο μόνο μπορούμε να την προσπεράσουμε. Οπως έλεγε ο Καβάφης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε «πολλές νάρκης του άλγους δοκιμές», αλλά δεν μπορούμε να της ξεφύγουμε. Ακόμη κι όταν το βλέμμα προσκολλάται στις τρέχουσες φωσφορίζουσες εικόνες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι προέχει ο κορεσμός του συναισθήματος της ενδότερης πείνας. Αλλιώς, πώς θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε το ουσιαστικότερο αίτημα της ανθρωπιάς;
Ο αφαιρετικός ζωγράφος Βασίλι Καντίνσκι ένιωθε συχνά ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την πείνα της ψυχής του. Ηθελε τόσο πολύ να λειτουργεί αυθόρμητα, να απωθείται από τις νόρμες του περιβάλλοντός του και να διαλύει τα σχήματα σε χρωματικούς όγκους. Πίστευε ότι αυτή ήταν η δική του μεθοδολογία για να μην καθηλωθεί από τον κορεσμό. Μέχρι να αισθανθεί ξανά ανθρώπινος, μέχρι το επόμενο βήμα του να χαθεί μέσα απ’ τις δυνατές αντιθέσεις του φωτός. Ο Καντίνσκι περιγράφει το πώς η μουσική τον οδήγησε στη ζωγραφική. «Η ρομαντική όπερα Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν για μένα η απόλυτη έκφραση της Μόσχας. Τα βιολιά, οι χαμηλές νότες του βαθύφωνου και κυρίως τα πνευστά ενσάρκωναν τη συμπυκνωμένη ώρα του δειλινού. Είδα όλα τα χρώματα που είχα στο νου μου. Αγριες, σχεδόν παράφορες γραμμές διαγράφονταν μπροστά μου…».
Ο Σολομόν Γκουγκενχάιμ πίστευε ότι το μουσείο που φέρει το όνομά του όφειλε να είναι ναός του πνεύματος. Και όντας λάτρης και προσωπικός φίλος του Καντίνσκι επέλεξε να γίνουν τα έργα του Ρώσου ζωγράφου η κινητήρια δύναμη για τη συνέχεια του μουσείου που μέσα στα χρόνια απέκτησε μοναδική δημοσιότητα. Επομένως δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθυντής του μουσείου επέλεξε έναν Καντίνσκι για τον εορτασμό των 50 χρόνων του Γκουγκενχάιμ. Οσοι θα ’χουν την τύχη ή την ευκαιρία να επισκεφθούν την έκθεση θα βρεθούν μπροστά στην εξελικτική πορεία του ζωγράφου και θα παρακολουθήσουν τρόπους έκφρασης μέσα από τα χρώματα, τα σχήματα, τις γραμμές, αυτή την εσωτερική αναγκαιότητα στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή.
Πνεύμα, ψυχή, ζωή, κόσμος. Οι λέξεις – κλειδιά, οι αρχές, οι αξίες, τα εχέγγυα για τη διαρκή ανοικοδόμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από την ομορφιά της τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή. Οπως συνήθιζε να λέει ο Καντίνσκι, η ζωγραφική επιδρά πάνω σε ό,τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο, συμβάλλει στην υπέρβαση των υπολειμμάτων του υλισμού και από κοινού με τις άλλες τέχνες συνεργεί στην ανάπλαση του κόσμου. Αλλά ο Καντίνσκι δεν ακινητοποιείτο στην επιφάνεια. Αναρρίπιζε και ανασάλευε την εσωτερικότητα του ανθρώπου, πιστεύοντας ότι όποιος μπορεί να εμβαθύνει στους κρυμμένους εσωτερικούς θησαυρούς της τέχνης του δεν μπορεί παρά αν και άναρχος για τους πολλούς να εξελιχθεί σε αξιολάτρευτο συνεργάτη στην πνευματική πυραμίδα που τείνει να φτάνει ώς τον ουρανό.
Ο Καντίνσκι δεν ήταν ο μόνος που επεδίωκε την καλλιτεχνική διατομή. Στη στροφή του 20ού αιώνα, ποιητές, ζωγράφοι και μουσικοί στα πολιτικά κέντρα της Ευρώπης κυρίως συνεργάζονταν θέλοντας να δημιουργήσουν νέες μορφές τέχνης. Στο Παρίσι, ο συνθέτης Ντεμπισύ, ο καταραμένος ποιητής Μαλαρμέ και ο ζωγράφος και μεγάλος ερμηνευτής του γυναικείου σώματος Ντεγκά έψαχναν για διασυνδέσεις ανάμεσα στον ήχο, τα χρώματα και την ευωδιά για να δημιουργήσουν, όπως έλεγε ο Μπωντλέρ μια γλώσσα απελευθερωμένη από τη συμβατικότητα. «Βάζω πινελιές και στάλες χρώμα στους καμβάδες με τη σπάτουλα και τις κάνω να τραγουδούν με όση σφοδρότητα αντέχω», έλεγε ο Καντίνσκι.«Σε ηλικία δεκατριών δεκατεσσάρων ετών, μπόρεσα, επιτέλους, να αγοράσω ένα κουτί λάδια, με τα λεφτά του κουμπαρά μου. Κι ακόμη και σήμερα, μπορώ να νιώσω το συναίσθημα εκείνο, όταν πρωταντίκρυσα τη φρέσκια μπογιά να βγαίνει από το σωληνάριο. Πρέπει απλώς να πιέσεις απαλά με τα δάχτυλά σου και να σου! αυτά τα περίεργα, μυστηριώδη πράγματα που ονομάζουμε μπογιές
Read more: http://kykeon.ning.com/forum/topics/vashili-kanthinski-e-thechne#ixzz1Kegq00aQ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου