Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας
Του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Πριν δέκα χρόνια, όταν η Σλοβενία ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας από τους ευρωσκεπτικιστές μας αντέγραψε μια ατάκα των αδελφών Μαρξ για τους δικηγόρους: εμείς οι Σλοβένοι έχουμε κάποιο πρόβλημα; Ας μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα έχουμε ακόμη περισσότερα προβλήματα, αλλά θα τα αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή ένωση!
Έτσι βλέπουν πολλοί Σλοβένοι την Ευρώπη: είναι χρήσιμη, αλλά φέρνει μαζί της και πολλά προβλήματα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να υπερασπιστούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Το πραγματικό ερώτημα, φυσικά, είναι ένα άλλο: ποια Ευρωπαϊκή Ένωση;
Πριν από ένα αιώνα ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον εξηγούσε ξεκάθαρα το θεμελιώδες αδιέξοδο της κριτικής στη θρησκεία: «Άνθρωποι που αρχίζουν να πολεμούν τη θρησκεία από αγάπη για την ελευθερία και την ανθρωπότητα, καταλήγουν να πολεμούν και την ελευθερία και την ανθρωπότητα προκειμένου να πολεμήσουν την εκκλησία». Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας άρχισαν να επιτίθενται στην κοσμική κουλτούρα και κατέληξαν να προδώσουν οποιαδήποτε θρησκευτική εμπειρία; Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί φιλελεύθεροι πρόμαχοι αγωνιούν να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό και καταλήγουν να απομακρυνθούν από την ελευθερία και τη δημοκρατία: Aν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα ενός άλλου, οι αντιτρομοκράτες πολεμιστές μας είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον δημοκρατικό τους κόσμο κυριευμένοι από το μίσος για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ξενοφοβικός ζήλος
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους υπερασπιστές της Ευρώπης ενάντια στην απειλή των μεταναστών; Με το ζήλο τους να προστατεύσουν την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να προδώσουν την καρδιά της ιουδαϊκής-χριστιανικής παράδοσης: δηλαδή τη δυνατότητα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στην οικουμενικότητα του αγίου πνεύματος (ή, σήμερα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας ) και να μπορεί να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την οικουμενική διάσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια τάξη.
Το αδιέξοδο της Ευρώπης έχει όμως πολύ βαθύτερες ρίζες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι όποιος κριτικάρει το ξενοφοβικό ρεύμα, δηλαδή όποιος θα ήθελε να υπερασπιστεί τις πολύτιμες ευρωπαϊκές παραδόσεις, τείνει αντίθετα να περιορίζεται στο τελετουργικό της ταπεινής αποδοχής των ορίων των ευρωπαϊκών παραδόσεων και της εξύμνησης του πλούτου των άλλων πολιτισμών. Τα λόγια του ποιήματος Η Δευτέρα Παρουσία του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποδίδουν σωστά την κατάσταση: «Οι καλύτεροι δεν έχουν καμιά πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Είναι μια εξαιρετική περιγραφή του σημερινού διαχωρισμού μεταξύ άτολμων προοδευτικών και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον ικανοί να αναλάβουν μεγάλες ευθύνες, ενώ «οι χειρότεροι» υιοθετούν το θρησκευτικό, σεξιστικό και ρατσιστικό φανατισμό.
Πώς να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο; Μια πρόσφατη γερμανική συζήτηση μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Τον Οκτώβριο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε». Τα λόγια της αναφέρονταν στη συζήτηση για τη Leitkultur (την κυρίαρχη κουλτούρα) όπου οι Γερμανοί συντηρητικοί επέμεναν ότι κάθε κράτος βασίζεται σε έναν κυρίαρχο πολιτιστικό χώρο, που τα μέλη των άλλων πολιτισμών πρέπει να τον σέβονται. Το νόημα αυτών των λόγων είναι ότι αντί να γκρινιάζουμε για τη ρατσιστική Ευρώπη που αναδύεται θα έπρεπε να κάνουμε αυτοκριτική και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αφηρημένη πολυπολιτισμικότητά μας έχει συνεισφέρει στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Οι διαφορετικές κουλτούρες πρέπει να συμβιώνουν
Αν όλες οι παρατάξεις δεν συμμερίζονται τον ίδιο πολιτισμό, τότε η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία άγνοια και μίσος που ρυθμίζονται νομικά. Η σύγκρουση για την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη μια σύγκρουση για τη Leitkultur: δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών απόψεων
σχετικά με το πώς μπορούν και πρέπει να συμβιώνουν οι διαφορετικές κουλτούρες, και σχετικά με τους κανόνες και τις συμπεριφορές που αυτές οι κουλτούρες πρέπει να συμμερίζονται. Επομένως θα έπρεπε να αποφύγουμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι τού «πόση ανεκτικότητα μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Ο μόνος τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να στρατευθούμε και να αγωνιστούμε για ένα θετικό παγκόσμιο σχέδιο που όλοι θα το συμμερίζονται. Οι πιθανές μάχες υπ’ αυτή την έννοια είναι πολλές, από την οικολογία μέχρι την οικονομία.
Πριν λίγες μέρες στην υπό κατοχή Δυτική Όχθη συνέβη ένα μικρό θαύμα: μαζί με κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στο τείχος ενώθηκε μια ομάδα από ισραηλινές λεσβίες. Η αρχική αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη σύγκρουση με τους στρατιώτες, παραχωρώντας τη θέση της στην αλληλεγγύη: στο τέλος μια παλαιστίνια γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία αγκάλιασε μια ισραηλινή λεσβία με μοβ μαλλιά. Ένα ζωντανό σύμβολο που δείχνει πώς θα έπρεπε να είναι η μάχη μας. Κι έτσι, ίσως, ο σαρκασμός του Σλοβένου ευρωσκεπτικιστή δεν έπιασε το νόημα του ζητήματος. Αντί να χάνουμε χρόνο με τα κόστη και τα οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο τι εκπροσωπεί πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δρα κυρίως ως ρυθμιστής του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιες φορές φλερτάρει με τη συντηρητική άμυνα της παράδοσής της. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην περιθωριοποίηση της γηραιάς ηπείρου. Η μοναδική διέξοδος είναι να αναστήσουμε την παράδοσή μας της ριζοσπαστικής και οικουμενικής χειραφέτησης. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανεκτικότητα των άλλων και να ασπασθούμε μια πραγματική Leitkultur που να μπορεί να στηρίζει μια αυθεντική συνύπαρξη. Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας.
Πηγή: Internazionale, νούμερο 888, 11 Μαρτίου 2011
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: rednotebook
Του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Πριν δέκα χρόνια, όταν η Σλοβενία ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας από τους ευρωσκεπτικιστές μας αντέγραψε μια ατάκα των αδελφών Μαρξ για τους δικηγόρους: εμείς οι Σλοβένοι έχουμε κάποιο πρόβλημα; Ας μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα έχουμε ακόμη περισσότερα προβλήματα, αλλά θα τα αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή ένωση!
Έτσι βλέπουν πολλοί Σλοβένοι την Ευρώπη: είναι χρήσιμη, αλλά φέρνει μαζί της και πολλά προβλήματα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να υπερασπιστούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Το πραγματικό ερώτημα, φυσικά, είναι ένα άλλο: ποια Ευρωπαϊκή Ένωση;
Πριν από ένα αιώνα ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον εξηγούσε ξεκάθαρα το θεμελιώδες αδιέξοδο της κριτικής στη θρησκεία: «Άνθρωποι που αρχίζουν να πολεμούν τη θρησκεία από αγάπη για την ελευθερία και την ανθρωπότητα, καταλήγουν να πολεμούν και την ελευθερία και την ανθρωπότητα προκειμένου να πολεμήσουν την εκκλησία». Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας άρχισαν να επιτίθενται στην κοσμική κουλτούρα και κατέληξαν να προδώσουν οποιαδήποτε θρησκευτική εμπειρία; Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί φιλελεύθεροι πρόμαχοι αγωνιούν να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό και καταλήγουν να απομακρυνθούν από την ελευθερία και τη δημοκρατία: Aν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα ενός άλλου, οι αντιτρομοκράτες πολεμιστές μας είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον δημοκρατικό τους κόσμο κυριευμένοι από το μίσος για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ξενοφοβικός ζήλος
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους υπερασπιστές της Ευρώπης ενάντια στην απειλή των μεταναστών; Με το ζήλο τους να προστατεύσουν την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να προδώσουν την καρδιά της ιουδαϊκής-χριστιανικής παράδοσης: δηλαδή τη δυνατότητα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στην οικουμενικότητα του αγίου πνεύματος (ή, σήμερα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας ) και να μπορεί να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την οικουμενική διάσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια τάξη.
Το αδιέξοδο της Ευρώπης έχει όμως πολύ βαθύτερες ρίζες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι όποιος κριτικάρει το ξενοφοβικό ρεύμα, δηλαδή όποιος θα ήθελε να υπερασπιστεί τις πολύτιμες ευρωπαϊκές παραδόσεις, τείνει αντίθετα να περιορίζεται στο τελετουργικό της ταπεινής αποδοχής των ορίων των ευρωπαϊκών παραδόσεων και της εξύμνησης του πλούτου των άλλων πολιτισμών. Τα λόγια του ποιήματος Η Δευτέρα Παρουσία του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποδίδουν σωστά την κατάσταση: «Οι καλύτεροι δεν έχουν καμιά πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Είναι μια εξαιρετική περιγραφή του σημερινού διαχωρισμού μεταξύ άτολμων προοδευτικών και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον ικανοί να αναλάβουν μεγάλες ευθύνες, ενώ «οι χειρότεροι» υιοθετούν το θρησκευτικό, σεξιστικό και ρατσιστικό φανατισμό.
Πώς να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο; Μια πρόσφατη γερμανική συζήτηση μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Τον Οκτώβριο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε». Τα λόγια της αναφέρονταν στη συζήτηση για τη Leitkultur (την κυρίαρχη κουλτούρα) όπου οι Γερμανοί συντηρητικοί επέμεναν ότι κάθε κράτος βασίζεται σε έναν κυρίαρχο πολιτιστικό χώρο, που τα μέλη των άλλων πολιτισμών πρέπει να τον σέβονται. Το νόημα αυτών των λόγων είναι ότι αντί να γκρινιάζουμε για τη ρατσιστική Ευρώπη που αναδύεται θα έπρεπε να κάνουμε αυτοκριτική και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αφηρημένη πολυπολιτισμικότητά μας έχει συνεισφέρει στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Οι διαφορετικές κουλτούρες πρέπει να συμβιώνουν
Αν όλες οι παρατάξεις δεν συμμερίζονται τον ίδιο πολιτισμό, τότε η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία άγνοια και μίσος που ρυθμίζονται νομικά. Η σύγκρουση για την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη μια σύγκρουση για τη Leitkultur: δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών απόψεων
σχετικά με το πώς μπορούν και πρέπει να συμβιώνουν οι διαφορετικές κουλτούρες, και σχετικά με τους κανόνες και τις συμπεριφορές που αυτές οι κουλτούρες πρέπει να συμμερίζονται. Επομένως θα έπρεπε να αποφύγουμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι τού «πόση ανεκτικότητα μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Ο μόνος τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να στρατευθούμε και να αγωνιστούμε για ένα θετικό παγκόσμιο σχέδιο που όλοι θα το συμμερίζονται. Οι πιθανές μάχες υπ’ αυτή την έννοια είναι πολλές, από την οικολογία μέχρι την οικονομία.
Πριν λίγες μέρες στην υπό κατοχή Δυτική Όχθη συνέβη ένα μικρό θαύμα: μαζί με κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στο τείχος ενώθηκε μια ομάδα από ισραηλινές λεσβίες. Η αρχική αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη σύγκρουση με τους στρατιώτες, παραχωρώντας τη θέση της στην αλληλεγγύη: στο τέλος μια παλαιστίνια γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία αγκάλιασε μια ισραηλινή λεσβία με μοβ μαλλιά. Ένα ζωντανό σύμβολο που δείχνει πώς θα έπρεπε να είναι η μάχη μας. Κι έτσι, ίσως, ο σαρκασμός του Σλοβένου ευρωσκεπτικιστή δεν έπιασε το νόημα του ζητήματος. Αντί να χάνουμε χρόνο με τα κόστη και τα οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο τι εκπροσωπεί πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δρα κυρίως ως ρυθμιστής του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιες φορές φλερτάρει με τη συντηρητική άμυνα της παράδοσής της. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην περιθωριοποίηση της γηραιάς ηπείρου. Η μοναδική διέξοδος είναι να αναστήσουμε την παράδοσή μας της ριζοσπαστικής και οικουμενικής χειραφέτησης. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανεκτικότητα των άλλων και να ασπασθούμε μια πραγματική Leitkultur που να μπορεί να στηρίζει μια αυθεντική συνύπαρξη. Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας.
Πηγή: Internazionale, νούμερο 888, 11 Μαρτίου 2011
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου