REDNotebook
Του Νίκου Γιαννόπουλου
Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση ενόψει της Πανελλαδικής Συνάντησης του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που θα γίνει στην Αθήνα, το διήμερο 17-18 Δεκεμβρίου.
Γιατί ενδιαφέρει μια τέτοια συζήτηση
Η ένταση της κρίσης και της επίθεσης, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα αναξιοπιστία του δικομματικού πολιτικού συστήματος, την κατάρρευση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα, τη διαδοχή της από την τρικομματική κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης» και τη δικτατορική παρουσία της τρόικας στο σύνολο της κοινωνικοπολιτικής ζωής
στην Ελλάδα, φέρνουν στο προσκήνιο (όχι μόνο αντικειμενικά και ιστορικά, αλλά άμεσα και πρακτικά) δύο ερωτήματα, που πλέον απασχολούν πολύ ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού: Τι προτείνει η Αριστερά για την έξοδο από την κρίση (και όχι απλώς για την αναχαίτιση των πλέον οξυμένων μορφών της καπιταλιστικής επίθεσης με όχημα την κρίση) και πώς αντιμετωπίζεται η «κατοχική» στάση της ΕΕ;
Πρόκειται για ερωτήματα που αφορούν πλέον τον πυρήνα του κοινωνικού ανταγωνισμού και δευτερευόντως την κεντρική πολιτική σκηνή, γιατί από την επιτυχή ή όχι απάντησή τους εξαρτώνται η αντοχή και η προοπτική των ταξικών αγώνων και του κοινωνικού κινήματος (δηλαδή η αύξηση της έμπνευσης και της αυτοπεποίθησης των «από κάτω» μετά τις τόσες μεγάλες, πλην όμως χαμένες μάχες της προηγούμενης περιόδου και στο τοπίο της σιδηράς διαχείρισης της παρούσας και πιθανόν των επερχόμενων κυβερνήσεων «εθνικής σωτηρίας») και δευτερευόντως την έκβαση των επόμενων εκλογών. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το σύνολο σχεδόν της υπαρκτής Αριστεράς, ενώ φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ανάγκη απάντησης στα προαναφερθέντα ερωτήματα το επιχειρεί εγκλωβιζόμενη σε διλήμματα (εν πολλοίς απλοϊκά και αποπροσανατολιστικά, κατά τη γνώμη μου) του τύπου «ενότητα της αντιμνημονιακής Αριστεράς ή συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», «ευρώ ή δραχμή» κ.λπ.
Με αυτή την έννοια, το Δίκτυο οφείλει να καταπιαστεί με τα συγκεκριμένα ζητήματα για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, με επίγνωση των ποσοτικών και ποιοτικών ορίων του, για να προσπαθήσει να επαναπροσανατολίσει τη συζήτηση στο πλαίσιο της Αριστεράς στην κοίτη της αναζήτησης μιας αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση, στην οποία τα προαναφερθέντα διλήμματα προφανώς έχουν πολιτική σημασία, αλλά επ’ ουδενί στρατηγική αυτοτέλεια, γιατί αυτονομημένα από τη μεταβατική λογική της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και το δίπολο «ενότητα του κινήματος και αντισυστημική οριοθέτηση της Αριστεράς» είτε οδηγούν στον αριστερό κυβερνητισμό και τον ευρωπαϊσμό είτε στον προπαγανδισμό και τον αριστερό εθνοκεντρισμό. Δεύτερον, επειδή το ίδιο το Δίκτυο πρέπει να εξοπλιστεί ιδεολογικοπολιτικά ώστε να ουσιαστικοποιήσει τις υπάρχουσες παρεμβάσεις του (μεταναστευτικό, καταστολή κ.λπ.) και να αναβαθμίσει τη δράση του στα πεδία της αντίστασης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο διολίσθησης στον «κινηματικό ρεφορμισμό» και το «δικαιωματισμό» που καραδοκεί για συλλογικότητες όπως η δική μας σε περιόδους κοινωνικής πόλωσης και πολιτικών κενών. Όπως γράφει και ο Μάικλ Λέμποβιτς στο Οικοδομώντας το Σοσιαλισμό του 21ου Αιώνα, «η επαναστατική διαδικασία χρειάζεται ένα όραμα που να αποτελεί για τους εργαζόμενους εναλλακτική κοινή λογική, τη δική τους κοινή λογική».
Πώς τίθεται το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση
Κατ’ αρχάς, όταν μιλάμε για αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση δεν εννοούμε απλώς μια αντικαπιταλιστική πολιτική αναχαίτισης της κρίσης/επίθεσης, αλλά κυρίως την εκπόνηση μέσα στους (και μέσα από τους) κοινωνικούς αγώνες ενός πολιτικού σχεδίου το οποίο (υπερβαίνοντας την ιδεολογική εξαγγελία) συσπειρώνει ευρέα τμήματα των «από κάτω» στο στόχο της κατάργησης του καπιταλισμού και της αντικατάστασής από ένα νέο κοινωνικό σύστημα. Τούτο πρωτίστως σημαίνει το συνδυασμό του ενιαίου μετώπου των εργαζομένων (με την ευρεία έννοια του όρου), που θα ευνοεί την αυτοπεποίθηση και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, και τη δημιουργία κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων, τα οποία θα συνθέτουν το «παλιό» με το «νέο», θα κοινωνικοποιούν την Αριστερά και θα πολιτικοποιούν τις νέες πρωτοπορίες, χτίζοντας εκείνη την υποκειμενικότητα που αποδεικνύοντας τη χρησιμότητά της στο σήμερα θα γίνεται ελκυστική για το αύριο.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη και αντιφατική διαδικασία, που τουλάχιστον στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχει να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, τους εξής παράγοντες: Πρώτον, τον κατακερματισμό των εργαζομένων, τον ενδοταξικό ανταγωνισμό και την ασταθή συνάντηση στο έδαφος της κρίσης/επίθεσης κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων με εντελώς διαφορετικές παραδόσεις, κοινωνικό στάτους και προσδοκίες (φτωχοποιούμενη ή απειλούμενη μεσαία τάξη, μισθωτοί στον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα στα όρια της φτώχειας και υπό τη λαιμητόμο της απόλυσης, άνεργοι, επισφαλώς απασχολούμενοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και μετανάστες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης, νέοι χωρίς κανένα εργασιακό μέλλον κ.λπ.)· δεύτερον, οι υποτελείς τάξεις μπήκαν ήδη ηττημένες στην κρίση και λόγω του προαναφερθέντος κατακερματισμού που διέλυσε την «αντικειμενική» ενότητα της εργατικής τάξης αλλά και εξαιτίας της τριαντάχρονης ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, της μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας και του παραδοσιακού συνδικαλιστικού κινήματος, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και των ήδη κατακρεουργημένων ιδεών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, της χρόνιας περιθωριοποίησης και του συστημικού ρεφορμισμού του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλειοψηφικής φιγούρας εργαζόμενου χωρίς αγωνιστικές εμπειρίες, παθητικού και ατομικιστή, με καχυποψία ή και περιφρόνηση απέναντι στο συλλογικό και το δημόσιο, που συνήθως προτάσσει το προνόμιο έναντι του δικαιώματος, με σχεδόν αποκλειστικό δείκτη ευημερίας τη δυνατότητα κατανάλωσης, εξαιρετικά ευάλωτο στη χειραγώγηση και την ανάθεση – εξάλλου, μη λησμονούμε τη φράση του Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Η ανάπτυξη του κεφαλαίου παράγει μια εργατική τάξη η οποία λόγω της εκπαίδευσης, της παράδοσης και της συνήθειας θεωρεί τις μεθόδους της καπιταλιστικής παραγωγής αυταπόδεικτους φυσικούς νόμους»˙ τρίτον, η καπιταλιστική διεθνοποίηση και η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, η απογείωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η αναβάθμιση του κυριαρχικού ρόλου της ΕΕ και του ΔΝΤ, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του πεδίου ευθύνης των εθνικών κρατών, η διάχυτη πλέον (εν πολλοίς κατευθυνόμενη) αίσθηση ότι για όλα αποφασίζει μια «διεθνής ελίτ» μέσω λεσχών και λόμπι δημιουργούν στους «από κάτω» αίσθηση ματαιότητας και διάθεση παραίτησης, παρ’ όλη την ένταση της οργής και της διαμαρτυρίας.
Επομένως, για όσους απορρίπτουν τη στρατηγική του εξανθρωπισμού του καπιταλισμού (που πλέον δεν μπορεί να φιλοδοξεί ούτε καν σε ένα σκιώδη νεοκεϊνσιανισμό) ή της μετάβασης μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου στο σοσιαλισμό (πρέπει να) είναι προφανές ότι, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η κοινωνική ανατροπή θα περάσει μέσα από τη φάση (και όχι τα στάδια) της δυαδικής εξουσίας, όπου το παλιό και το νέο κράτος αναγκαστικά θα συνυπάρχουν, αλλά θα συγκρούονται, η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα αντιπαρατίθεται με την ατομική ιδιοκτησία, ο εργατικός έλεγχος θα υπονομεύει την εξουσιαστική δομή στους χώρους εργασίας και η παραγωγική εργασία που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα θα υποτάσσει το ιδιωτικό συμφέρον. Με άλλα λόγια, χωρίς μια στρατηγική για τη δυαδική εξουσία («Η μεταφορά της κρατικής εξουσίας από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες στους ίδιους τους παραγωγούς είναι απαραίτητη. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς την κατάληψη της εξουσίας», τονίζει ο Μαρξ στο Πρόγραμμα της Γκότα) είτε η προπαγάνδιση της κοινωνικής επανάστασης ως «στιγμής» είτε η προσπάθεια εφαρμογής μέτρων σοσιαλιστικής ρύθμισης στο πλαίσιο του αστικού κράτους είναι αδιέξοδες. «Η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόπο από την πλευρά των ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνει με το να αλλάξει κάποιος τις συνθήκες για λογαριασμό τους. Απεναντίας, η πραγματική αλλαγή συντελείται μόνο μέσα από τη διαδικασία τού να αλλάξουν οι ίδιοι οι άνθρωποι τις συνθήκες», επισημαίνει ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, γι’ αυτό έννοιες όπως «επαναστατική πρακτική» και «αυτοαλλαγή», «ο πλούσιος άνθρωπος» και «η ανάπτυξη της πλούσιας ατομικότητας» διατρέχουν ολόκληρο το έργο του, λέει ο Μάικλ Λέμποβιτς.
Μπορούμε να μιλάμε για μια κυβέρνηση της Αριστεράς και για ποια;
Νομίζω ότι στις σημερινές συνθήκες η συζήτηση και ο στόχος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, παρ’ όλες τις τραγικές εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς σε αστικές κυβερνήσεις, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Κι αυτό όχι επειδή θεωρώ ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εφικτό στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, ούτε για να μπορούμε να απαντάμε όταν μας ρωτάνε «και η δική σας πρόταση ποια είναι», αλλά για ζωτικότερης σημασίας ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Εξηγούμαι:
Πρώτον, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση ευρέα λαϊκά στρώματα αναρωτώνται μήπως η Αριστερά μπορεί να αποτελεί λύση – αναμφίβολα αυτό γίνεται αποσπασματικά, αμφιθυμικά, πρωτόγονα και οπωσδήποτε απολύτως κοινοβουλευτικά, ωστόσο, υπό ορισμένες πολιτικές και κινηματικές προϋποθέσεις, αυτή η «γενική διάθεση» μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ριζοσπαστικών εξελίξεων, με αβέβαιη έκβαση μεν, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο ενδιαφερουσών από μια «καθαρή» ιδεολογική προετοιμασία ερήμην της κίνησης του λαϊκού παράγοντα˙ δεύτερον, αν και διαθέτουμε την πιο μαζική και αριστερή Αριστερά της Ευρώπης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική της πλευρά, αν δεν συνδεθεί οργανικά με το κίνημα, ωθώντας το και ωθούμενη από αυτό, στον αυτομετασχηματισμό σε αντισυστημικό κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, όσο αυξάνονται η εκλογική επιρροή της και τα ενδεχόμενα συμμετοχής της στην πολιτική εξουσία θα μειώνει το ριζοσπαστισμό και τις οριοθετήσεις της – τούτο όμως αντί να αποτελεί ευκαιρία για μία ακόμα καταγγελία του ρεφορμισμού πρέπει από τώρα να μας κινητοποιεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας εκείνων των κινηματικών και ιδεολογικοπολιτικών συνθηκών που θα φέρουν την Αριστερά στο κέντρο της κοινωνικής αντιπολίτευσης στην καπιταλιστική επίθεση, καθιστώντας την ελκυστική εναλλακτική λύση (με αυτή έννοια, το γνωστό αξίωμα «άλλο το κόμμα και άλλο τα κινήματα, γιατί τα δεύτερα διεκδικούν και το πρώτο τα εκπροσωπεί» είναι για πέταμα, γιατί έτσι το κόμμα καταδικάζεται στη γραφειοκρατία και τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τα κινήματα στην αποσπασματικότητα και το στείρο διεκδικητισμό)˙ τρίτον –και ίσως κυριότερο–, γιατί στις παρούσες συνθήκες, με την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στα αστικά κόμματα και την ανάδυση ενός πρωτόγνωρου γαλαξία κινηματικών αντιστάσεων, λαϊκών συνελεύσεων και πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, η συζήτηση «για μια και για ποια κυβέρνηση της Αριστεράς» αποτελεί εξαιρετικό όχημα (όχι βέβαια ως πλατφόρμα για την κοινή δράση των κινημάτων και το συντονισμό των αγώνων) για την εμβάθυνση της ιδεολογικοπολιτικής αναζήτησης σε ζητήματα που μέχρι τώρα απασχολούν ελάχιστα τόσο την Αριστερά όσο και τα κινήματα, όπως, π.χ., ποιο εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο μπορεί να εξασφαλίζει μια ανθρώπινη ζωή σε όλο τον πλανήτη σεβόμενο παράλληλα το περιβάλλον, ολιγαρκής αφθονία και υποανάπτυξη, κοινωνικά αγαθά, εθνικοποιήσεις και κεντρικός σχεδιασμός, κοινωνική αυτοοργάνωση, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, κοινοτικά συμβούλια και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί, διατροφική επάρκεια και κοινωνικός προστατευτισμός κ.λπ.
Με αυτά τα δεδομένα, ισχυρίζομαι ότι πρέπει να συμμετάσχουμε δημιουργικά στη σχετική συζήτηση με τα εξής κριτήρια-άξονες:
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην οποία δεν θα συμμετέχουν αστικά κόμματα. Αυτό δεν αποκλείει συνεργασία με «αντιμνημονιακά» τμήματα της κατακερματισμένης σοσιαλδημοκρατίας με την προϋπόθεση ότι θα αποδέχονται ένα πλήρες πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, δεν θα έχουν υπάρξει πρωτεργάτες της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ούτε καθάρματα στιλ Ραυτόπουλου και, όπως όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές εξάλλου, θα έχουν εκ των προτέρων καταθέσει την παραίτησή τους στη συλλογική ηγεσία του ψηφοδελτίου – δημοκρατία δεν σημαίνει συνενοχή στην αποστασία.
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς εκ των προτέρων δεσμευμένη ότι θα εφαρμόσει μια συγκεκριμένη δέσμη κοινωνικών μέτρων με κορμό την αποκατάσταση των λαϊκών εισοδημάτων, την κατάργηση αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νόμων, την ακύρωση περιβαλλοντοκτόνων έργων, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για τον πλήρη διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας και το δραστικό περιορισμό του ανεξέλεγκτου της αστυνομίας, του στρατού και της δικαιοσύνης, την επανακρατικοποίηση όλων των οργανισμών και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με κοινωνικό έλεγχο και προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της χώρας και τη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, την υψηλή φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και ακίνητης περιουσίας, την κοινωνικοποίηση των μεγάλων ΜΜΕ μέσω της απόδοσης της διεύθυνσης και της λειτουργίας τους σε συνεταιρισμούς των εργαζομένων σε αυτά, αποπέμποντας από την ιδιοκτησία τους τους εφοπλιστές και τους μεγαλοκατασκευαστές, την πάταξη της φοροδιαφυγής των πλουσίων με αυτόματη δήμευση περιουσιακών στοιχείων τους, το πάγωμα των στρατιωτικών δαπανών και την πλήρη διαγραφή του χρέους. Βασική προγραμματική δέσμευση μιας τέτοιας κυβέρνησης πρέπει να είναι ότι εφόσον η εξαγγελία ή η εφαρμογή τέτοιων μέτρων προκαλέσει την αποβολή της από την ευρωζώνη ή την ΕΕ θα προχωρήσει ή θα παραιτηθεί.
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς που πριν γίνει κυβέρνηση, δηλαδή από σήμερα, επιδιώκει να συνδιαμορφώσει με τα κοινωνικά κινήματα και τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους ένα τέτοιο πρόγραμμα μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, το οποίο επιδιώκει να εγκριθεί ως «πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας» από μια πανελλαδική λαϊκή εθνοσυνέλευση, αντιπρόσωποι της οποίας θα συμμετάσχουν στις εκλογικές λίστες με εγγύηση των κομμάτων της Αριστεράς ότι κατ’ αναλογία θα εκλεγούν. Μια τέτοια λαϊκή εθνοσυνέλευση εφόσον η Αριστερά μέσω εκλογών γίνει κυβέρνηση, συγκροτούμενη σε σώμα με εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους από εργατικά και τοπικά συμβούλια και στη συνέχεια από γεωγραφικές περιφέρειες και κλάδους παραγωγής, μπορεί να αποτελέσει βασικό θεσμό κοινωνικής αντιεξουσίας, ελέγχοντας την αριστερή κυβέρνηση και συρρικνώνοντας το ρόλο του αστικού κοινοβουλίου, κυρίως όμως ενισχύοντας την κοινωνική αυτοοργάνωση και την αντιπαράθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις δομές του αστικού κράτους. «Καμιά οικονομική δομή δεν μπορεί να αναπτυχθεί εν κενώ στη βάση των δικών της εσωτερικών νόμων. Κάτι τέτοιο θα αντίκειτο στην ίδια την έννοια την έννοια της ανάπτυξης, η οποία υπαγορεύει την απόρριψη των άλλων οικονομικών υποδειγμάτων, την υποταγή τους στο νέο υπόδειγμα και τελικά τη σταδιακή εξάλειψή τους», τονίζει ο εκ των ηγετών της ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης Πρεομπαζένσκι στα Νέα Οικονομικά, ενώ και ο Μαρξ είναι απόλυτα σαφής για το συνολικό συγκρουσιακό χαρακτήρα της δυαδικής εξουσίας στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Αν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να διαχωριστεί από τη λογική του κεφαλαίου, θα κατανοήσει ότι είναι αναγκασμένη να προχωράει ολοένα και πιο πέρα, να επιβάλλεται ακόμα περισσότερο στην παλιά κοινωνική τάξη, να αποσπά το κεφάλαιο από την αστική τάξη και να παραδίδει τα μέσα παραγωγής στον έλεγχο του κράτους».
Προφανώς, με τους παρόντες κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, τον ασφυκτικό διεθνή περίγυρο και την κατάσταση της υπαρκτής Αριστεράς μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι συνολικά υλοποιήσιμη, είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμη τόσο από στρατηγική όσο και από τακτική πλευρά. Πιστεύω ότι η διαφορά της αντικαπιταλιστικής μεταβατικής λογικής με τον αντικαπιταλιστικό ρεφορμισμό και τον αντικαπιταλιστικό αριστερισμό έγκειται στο εξής: Ο μεν πρώτος μπορεί να συγκρούεται με το σύστημα, αλλά δεν έχει στον ορίζοντά του την τελική αναμέτρηση με αυτό, άρα δεν οικοδομεί τις αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες από σήμερα για την κοινωνική χειραφέτηση και την υπέρβαση του καπιταλισμού, ο δε δεύτερος ασφαλώς και συγκρούεται με το σύστημα, όμως στο πλαίσιο κυρίως συσσώρευσης δυνάμεων για την τελική αναμέτρηση, υποτιμώντας ή αγνοώντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να προέλθει μόνο από την προϋπάρχουσα κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας του και τη χειραφετητική δράση των υποτελών τάξεων μέσα από αυτοοργανωμένες και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές. Αντίθετα, η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, έχοντας υπόψη τα προηγούμενα και ξεπερνώντας την αντίληψη του κόμματος-επιτελείου, είτε με τη μορφή του κόμματος μαζών είτε με την αντίστοιχη του κόμματος στελεχών (και προφανώς μακράν της αναρχικής εσχατολογίας και του σχετικιστικού αναρχοσυνδικαλισμού), επιδιώκει τη σύνδεση με το πραγματικό επίπεδο συνείδησης των πλέον καταπιεσμένων αλλά και μαχητικών τμημάτων των κυριαρχούμενων τάξεων, μέσω της ενότητας στη δράση, ενώ παράλληλα προσπαθεί, μέσω της δικής τους συντονισμένης αυτοοργάνωσης και της δικής της οργανωμένης διάχυσης να αυτομετασχηματιστούν σε ανατρεπτική υποκειμενικότητα, στην οποία αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις υποδομής του κινήματος (και όχι του κράτους), όπως ο εργατικός έλεγχος, θα δίνουν σάρκα και οστά σε κοινωνικά αιτήματα όπως «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αποτελώντας ταυτόχρονα μορφωτική διαδικασία για την πραγμάτωση της λαϊκής αυτεξουσίας. «Αυτοδιοίκηση των παραγωγών, μια επανάκτηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία ως έκφραση της λειτουργίας της» τονίζει ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία για την Παρισινή Κομμούνα και θεωρώ ότι η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, παρότι πολύ μειοψηφική στην Αριστερά και το κοινωνικό κίνημα, είναι η μόνη που μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει ή και να αποσεχταριοποιήσει την πρώτη και παράλληλα να ενισχύσει την κοινωνική αυτοοργάνωση και την κοινωνική αντιεξουσία.
Μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική πολιτική ενάντια στην ΕΕ
Η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, με την Ένωση Χάλυβα και Άνθρακα, είχε τους εξής στόχους: Τη διαχείριση του ενδοευρωπαϊκού καπιταλιστικού ανταγωνισμού που οδήγησε την ανθρωπότητα σε δύο παγκόσμιους πολέμους, τη (σχετική έστω) εξισορρόπηση με το βορειοαμερικανικό καπιταλισμό, το δραματικό περιορισμό των αγορών και της ισχύος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού από την έκρηξη των μεταπολεμικών αντιαποικιακοκρατικών επαναστάσεων και τη δημιουργία νέων συνθηκών εκμετάλλευσης και ελέγχου της περιφέρειας, με κύριο εργαλείο το δανεισμό και το βρόχο του χρέους, και βεβαίως την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ, στο άρμα της οποίας προσδένονται μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Πρόκειται εξαρχής για μια διαδικασία καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, η οποία κλιμακώνεται τις επόμενες δεκαετίες, στη φάση της ΕΟΚ, μέσω κυρίως της συμμετοχής της πλειονότητας των ευρωπαϊκών αστικών κρατών και της δημιουργίας νεοαποικιακών σχέσεων εκμετάλλευσης με την περιφέρεια, ιδιαίτερα την Αφρική, για να απογειωθεί μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στις νέες συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε ολοκληρωμένο, ως προς τη δομή και όχι απλώς τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ, καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η νομισματική ένωση, η ευρωαστυνομία και ο ευρωστρατός, η ποιοτική αναδιάρθρωση των σχέσεων εκμετάλλευσης τόσο στο εξωτερικό όσο, πλέον, και στο εσωτερικό της ΕΕ, κυρίως όμως ο κεντρικός σχεδιασμός και οι μηχανισμοί πολιτικής επιβολής των νέων σχέσεων εκμετάλλευσης ανταποκρίνονται πλήρως σε αυτό που ο Λένιν όριζε ως «ιμπεριαλισμός ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού» στο ομώνυμο βιβλίο του.
Με αυτή την έννοια, στόχος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να είναι η διάλυση της ΕΕ στην προοπτική δημιουργίας μιας Κοινότητας των Λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η «Ενωμένη Ευρώπη» ουδέποτε υπήρξε «το κοινό μας σπίτι» ή «ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης της ταξικής πάλης» (τα κινήματα ουδέποτε χρειάστηκαν τη συμμετοχή των χωρών τους σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς θεσμούς για να αναπτυχθούν και να αλληλοτροφοδοτηθούν – το απέδειξε περίτρανα το επαναστατικό κύμα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, και όχι μόνο), αλλά κυρίως επειδή η ΕΕ αποτελεί πλέον το διευθυντικό όργανο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και των επιμέρους αρχουσών τάξεων και εθνικών κρατών για τη μετάβαση με όχημα την κρίση σε ολοκληρωτικές μορφές καπιταλισμού και «κινεζοποίησης». Εξάλλου, ο στόχος της διάλυσης της ΕΕ είναι αναγκαίος για τη χειραφέτηση των ευρωπαϊκών κοινωνικών κινημάτων από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και εκβιασμούς, το συντονισμό των αγώνων τους, τον απεγκλωβισμό τους από τον τοπικισμό και τη διεθνιστική συνάντησή τους σε κοινούς ευρωπαϊκούς αγώνες. Αν, λοιπόν, η αντικαπιταλιστική Αριστερά θεωρεί ότι το εθνικό αστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται από την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά από την από την από τα κάτω διάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης και των δομών εξουσίας, τούτο ισχύει πολλαπλάσια για την ΕΕ και η αγκύλωση στον «εκδημοκρατισμό της ΕΕ» και την «κοινωνική Ευρώπη» λειτουργεί πλέον ανασταλτικά και για την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων σε εθνική κλίμακα.
Εντούτοις, διαφωνώ με την άποψη για αποδέσμευση από την ΕΕ, εκτός αν προκύψει μέσα από την εφαρμογή μιας αντικαπιταλιστικής μεταβατικής πολιτικής, όπως περιγράφω στο προηγούμενο κεφάλαιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Διαφωνώ κυρίως επειδή η πρόταξη του στόχου της αποδέσμευσης ή η προβολή της ως συμπύκνωσης της ρήξης με τον καπιταλισμό έχει τα εξής προβλήματα: Πρώτον, συσκοτίζει τον πυρήνα της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής που είναι πρωτίστως η σύγκρουση με το «δικό μας» καπιταλισμό και το «δικό μας» αστικό κράτος. Έτσι, ακόμα κι αν προβάλλεται με απολύτως αριστερή επιχειρηματολογία καλλιεργεί (τις διαδεδομένες) αυταπάτες του τύπου «μόνοι μας είμαστε καλύτερα», ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι παλιότερα ήμασταν καλύτερα όχι επειδή ήμασταν μόνοι, αλλά γιατί οι δυνατότητες του καπιταλισμού και, κυρίως, ο διεθνής και εθνικός ταξικός συσχετισμός ήταν ευνοϊκότερος για τα λαϊκά στρώματα. Δεύτερον, γιατί η πολιτική της αποδέσμευσης, ως αιχμή της αναχαίτισης της καπιταλιστικής επίθεσης και όχι ως αναπόφευκτο τμήμα μιας ήδη εν κινήσει αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο, μοιραία αναγκάζεται, ακόμα κι αν προβάλλεται από διεθνιστικά ρεύματα, να καταφύγει στο φτωχό –και εντέλει εθνοκεντρικό και ρεφορμιστικό– ιδεολογικό οπλοστάσιο της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και των θεωριών περί εξάρτησης. Προφανώς, δεν εννοώ ότι η διάλυση της ΕΕ θα προέλθει από την ταυτόχρονη σοσιαλιστική μετάβαση των ευρωπαϊκών χωρών («η επανάσταση εκδηλώνεται στο εθνικό πεδίο, εξαπλώνεται στο διεθνή στίβο και ολοκληρώνεται σε παγκόσμια κλίμακα» επισημαίνει ο Τρότσκι, επειδή ακριβώς όπως η καπιταλιστική ανάπτυξη έτσι και η αντικαπιταλιστική μετάβαση «έχουν ανισόμετρο αλλά και συνδυασμένο χαρακτήρα»). Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η πολιτική της αποδέσμευσης χωλαίνει τόσο από διεθνιστική σκοπιά, ρέποντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη και στον προοδευτικό ρόλο τμημάτων της εθνικής αστικής τάξης, όσο και από ταξική σκοπιά, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Με το ίδιο σκεπτικό είμαι κατά του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Βεβαίως το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αντίθετα αποτελεί βασικό εργαλείο καπιταλιστικής υπερεκμετάλλευσης εντός και εκτός ΕΕ και ιμπεριαλιστικής καταλήστευσης αντίστοιχα (απλώς υπενθυμίζω τον εξαναγκασμό χωρών να εξάγουν αμειβόμενες με την αξία του εθνικού τους νομίσματος και να εισάγουν πληρώνοντας σε ευρώ, τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών εντός ΕΕ κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον προβληματική η επιμονή πολλών αριστερών διανοουμένων στη συνοχή της ευρωζώνης και η κινδυνολογία τους για το ενδεχόμενο αποβολής της Ελλάδας από αυτή. Από την άλλη, η προβολή της άποψης για επιστροφή στη δραχμή, πέραν των προβλημάτων που ανέφερα στην κριτική της αποδέσμευσης, αναγκαστικά εμφανίζει την καπιταλιστική κρίση σαν κρίση χρέους, συσκοτίζοντας κοινωνικά και ταξικά επίδικα πρωταρχικής σημασίας για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και συμπλέοντας με συντηρητικά πατριωτικά ρεύματα.
Ισχυρίζομαι ότι για την αντικαπιταλιστική διεθνιστική Αριστερά το ζήτημα του νομίσματος (όπως και της ΕΕ) εντάσσεται στη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο και της σοσιαλιστικής μετάβασης σε διεθνικό επίπεδο (ας μην ξεχνάμε ότι σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα δεν γίνεται, εκτός αν μιλάμε για «καπιταλισμό του κράτους ως στάδιο για το σοσιαλισμό», «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και άλλα τέτοια ευτράπελα και παρωχημένα). Επομένως, η προβολή εναλλακτικών μεταβατικών προτάσεων, όπως το κοινό νόμισμα χωρών του ευρωπαϊκού νότου και της βόρειας Μεσογείου ή η δημιουργία ενώσεων που θα ευνοούν τη συνεργασία και την αλληλεγγύη ενάντια στην καταλήστευση και τους εκβιασμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών, είναι πολύ λειτουργικότερη για το συντονισμό των κινημάτων και των λαών, καθώς και για τον απεγκλωβισμό της Αριστεράς από τις ατελείς –και αδιέξοδες– αφηγήσεις του αντικαπιταλιστικού ευρωπαϊσμού και του αντικαπιταλιστικού εθνοκεντρισμού.
Νίκος Γιαννόπουλος
Του Νίκου Γιαννόπουλου
Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση ενόψει της Πανελλαδικής Συνάντησης του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που θα γίνει στην Αθήνα, το διήμερο 17-18 Δεκεμβρίου.
Γιατί ενδιαφέρει μια τέτοια συζήτηση
Η ένταση της κρίσης και της επίθεσης, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα αναξιοπιστία του δικομματικού πολιτικού συστήματος, την κατάρρευση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα, τη διαδοχή της από την τρικομματική κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης» και τη δικτατορική παρουσία της τρόικας στο σύνολο της κοινωνικοπολιτικής ζωής
στην Ελλάδα, φέρνουν στο προσκήνιο (όχι μόνο αντικειμενικά και ιστορικά, αλλά άμεσα και πρακτικά) δύο ερωτήματα, που πλέον απασχολούν πολύ ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού: Τι προτείνει η Αριστερά για την έξοδο από την κρίση (και όχι απλώς για την αναχαίτιση των πλέον οξυμένων μορφών της καπιταλιστικής επίθεσης με όχημα την κρίση) και πώς αντιμετωπίζεται η «κατοχική» στάση της ΕΕ;
Πρόκειται για ερωτήματα που αφορούν πλέον τον πυρήνα του κοινωνικού ανταγωνισμού και δευτερευόντως την κεντρική πολιτική σκηνή, γιατί από την επιτυχή ή όχι απάντησή τους εξαρτώνται η αντοχή και η προοπτική των ταξικών αγώνων και του κοινωνικού κινήματος (δηλαδή η αύξηση της έμπνευσης και της αυτοπεποίθησης των «από κάτω» μετά τις τόσες μεγάλες, πλην όμως χαμένες μάχες της προηγούμενης περιόδου και στο τοπίο της σιδηράς διαχείρισης της παρούσας και πιθανόν των επερχόμενων κυβερνήσεων «εθνικής σωτηρίας») και δευτερευόντως την έκβαση των επόμενων εκλογών. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το σύνολο σχεδόν της υπαρκτής Αριστεράς, ενώ φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ανάγκη απάντησης στα προαναφερθέντα ερωτήματα το επιχειρεί εγκλωβιζόμενη σε διλήμματα (εν πολλοίς απλοϊκά και αποπροσανατολιστικά, κατά τη γνώμη μου) του τύπου «ενότητα της αντιμνημονιακής Αριστεράς ή συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», «ευρώ ή δραχμή» κ.λπ.
Με αυτή την έννοια, το Δίκτυο οφείλει να καταπιαστεί με τα συγκεκριμένα ζητήματα για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, με επίγνωση των ποσοτικών και ποιοτικών ορίων του, για να προσπαθήσει να επαναπροσανατολίσει τη συζήτηση στο πλαίσιο της Αριστεράς στην κοίτη της αναζήτησης μιας αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση, στην οποία τα προαναφερθέντα διλήμματα προφανώς έχουν πολιτική σημασία, αλλά επ’ ουδενί στρατηγική αυτοτέλεια, γιατί αυτονομημένα από τη μεταβατική λογική της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και το δίπολο «ενότητα του κινήματος και αντισυστημική οριοθέτηση της Αριστεράς» είτε οδηγούν στον αριστερό κυβερνητισμό και τον ευρωπαϊσμό είτε στον προπαγανδισμό και τον αριστερό εθνοκεντρισμό. Δεύτερον, επειδή το ίδιο το Δίκτυο πρέπει να εξοπλιστεί ιδεολογικοπολιτικά ώστε να ουσιαστικοποιήσει τις υπάρχουσες παρεμβάσεις του (μεταναστευτικό, καταστολή κ.λπ.) και να αναβαθμίσει τη δράση του στα πεδία της αντίστασης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο διολίσθησης στον «κινηματικό ρεφορμισμό» και το «δικαιωματισμό» που καραδοκεί για συλλογικότητες όπως η δική μας σε περιόδους κοινωνικής πόλωσης και πολιτικών κενών. Όπως γράφει και ο Μάικλ Λέμποβιτς στο Οικοδομώντας το Σοσιαλισμό του 21ου Αιώνα, «η επαναστατική διαδικασία χρειάζεται ένα όραμα που να αποτελεί για τους εργαζόμενους εναλλακτική κοινή λογική, τη δική τους κοινή λογική».
Πώς τίθεται το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση
Κατ’ αρχάς, όταν μιλάμε για αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση δεν εννοούμε απλώς μια αντικαπιταλιστική πολιτική αναχαίτισης της κρίσης/επίθεσης, αλλά κυρίως την εκπόνηση μέσα στους (και μέσα από τους) κοινωνικούς αγώνες ενός πολιτικού σχεδίου το οποίο (υπερβαίνοντας την ιδεολογική εξαγγελία) συσπειρώνει ευρέα τμήματα των «από κάτω» στο στόχο της κατάργησης του καπιταλισμού και της αντικατάστασής από ένα νέο κοινωνικό σύστημα. Τούτο πρωτίστως σημαίνει το συνδυασμό του ενιαίου μετώπου των εργαζομένων (με την ευρεία έννοια του όρου), που θα ευνοεί την αυτοπεποίθηση και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, και τη δημιουργία κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων, τα οποία θα συνθέτουν το «παλιό» με το «νέο», θα κοινωνικοποιούν την Αριστερά και θα πολιτικοποιούν τις νέες πρωτοπορίες, χτίζοντας εκείνη την υποκειμενικότητα που αποδεικνύοντας τη χρησιμότητά της στο σήμερα θα γίνεται ελκυστική για το αύριο.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη και αντιφατική διαδικασία, που τουλάχιστον στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχει να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, τους εξής παράγοντες: Πρώτον, τον κατακερματισμό των εργαζομένων, τον ενδοταξικό ανταγωνισμό και την ασταθή συνάντηση στο έδαφος της κρίσης/επίθεσης κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων με εντελώς διαφορετικές παραδόσεις, κοινωνικό στάτους και προσδοκίες (φτωχοποιούμενη ή απειλούμενη μεσαία τάξη, μισθωτοί στον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα στα όρια της φτώχειας και υπό τη λαιμητόμο της απόλυσης, άνεργοι, επισφαλώς απασχολούμενοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και μετανάστες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης, νέοι χωρίς κανένα εργασιακό μέλλον κ.λπ.)· δεύτερον, οι υποτελείς τάξεις μπήκαν ήδη ηττημένες στην κρίση και λόγω του προαναφερθέντος κατακερματισμού που διέλυσε την «αντικειμενική» ενότητα της εργατικής τάξης αλλά και εξαιτίας της τριαντάχρονης ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, της μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας και του παραδοσιακού συνδικαλιστικού κινήματος, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και των ήδη κατακρεουργημένων ιδεών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, της χρόνιας περιθωριοποίησης και του συστημικού ρεφορμισμού του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλειοψηφικής φιγούρας εργαζόμενου χωρίς αγωνιστικές εμπειρίες, παθητικού και ατομικιστή, με καχυποψία ή και περιφρόνηση απέναντι στο συλλογικό και το δημόσιο, που συνήθως προτάσσει το προνόμιο έναντι του δικαιώματος, με σχεδόν αποκλειστικό δείκτη ευημερίας τη δυνατότητα κατανάλωσης, εξαιρετικά ευάλωτο στη χειραγώγηση και την ανάθεση – εξάλλου, μη λησμονούμε τη φράση του Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Η ανάπτυξη του κεφαλαίου παράγει μια εργατική τάξη η οποία λόγω της εκπαίδευσης, της παράδοσης και της συνήθειας θεωρεί τις μεθόδους της καπιταλιστικής παραγωγής αυταπόδεικτους φυσικούς νόμους»˙ τρίτον, η καπιταλιστική διεθνοποίηση και η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, η απογείωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η αναβάθμιση του κυριαρχικού ρόλου της ΕΕ και του ΔΝΤ, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του πεδίου ευθύνης των εθνικών κρατών, η διάχυτη πλέον (εν πολλοίς κατευθυνόμενη) αίσθηση ότι για όλα αποφασίζει μια «διεθνής ελίτ» μέσω λεσχών και λόμπι δημιουργούν στους «από κάτω» αίσθηση ματαιότητας και διάθεση παραίτησης, παρ’ όλη την ένταση της οργής και της διαμαρτυρίας.
Επομένως, για όσους απορρίπτουν τη στρατηγική του εξανθρωπισμού του καπιταλισμού (που πλέον δεν μπορεί να φιλοδοξεί ούτε καν σε ένα σκιώδη νεοκεϊνσιανισμό) ή της μετάβασης μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου στο σοσιαλισμό (πρέπει να) είναι προφανές ότι, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η κοινωνική ανατροπή θα περάσει μέσα από τη φάση (και όχι τα στάδια) της δυαδικής εξουσίας, όπου το παλιό και το νέο κράτος αναγκαστικά θα συνυπάρχουν, αλλά θα συγκρούονται, η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα αντιπαρατίθεται με την ατομική ιδιοκτησία, ο εργατικός έλεγχος θα υπονομεύει την εξουσιαστική δομή στους χώρους εργασίας και η παραγωγική εργασία που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα θα υποτάσσει το ιδιωτικό συμφέρον. Με άλλα λόγια, χωρίς μια στρατηγική για τη δυαδική εξουσία («Η μεταφορά της κρατικής εξουσίας από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες στους ίδιους τους παραγωγούς είναι απαραίτητη. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς την κατάληψη της εξουσίας», τονίζει ο Μαρξ στο Πρόγραμμα της Γκότα) είτε η προπαγάνδιση της κοινωνικής επανάστασης ως «στιγμής» είτε η προσπάθεια εφαρμογής μέτρων σοσιαλιστικής ρύθμισης στο πλαίσιο του αστικού κράτους είναι αδιέξοδες. «Η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόπο από την πλευρά των ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνει με το να αλλάξει κάποιος τις συνθήκες για λογαριασμό τους. Απεναντίας, η πραγματική αλλαγή συντελείται μόνο μέσα από τη διαδικασία τού να αλλάξουν οι ίδιοι οι άνθρωποι τις συνθήκες», επισημαίνει ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, γι’ αυτό έννοιες όπως «επαναστατική πρακτική» και «αυτοαλλαγή», «ο πλούσιος άνθρωπος» και «η ανάπτυξη της πλούσιας ατομικότητας» διατρέχουν ολόκληρο το έργο του, λέει ο Μάικλ Λέμποβιτς.
Μπορούμε να μιλάμε για μια κυβέρνηση της Αριστεράς και για ποια;
Νομίζω ότι στις σημερινές συνθήκες η συζήτηση και ο στόχος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, παρ’ όλες τις τραγικές εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς σε αστικές κυβερνήσεις, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Κι αυτό όχι επειδή θεωρώ ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εφικτό στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, ούτε για να μπορούμε να απαντάμε όταν μας ρωτάνε «και η δική σας πρόταση ποια είναι», αλλά για ζωτικότερης σημασίας ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Εξηγούμαι:
Πρώτον, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση ευρέα λαϊκά στρώματα αναρωτώνται μήπως η Αριστερά μπορεί να αποτελεί λύση – αναμφίβολα αυτό γίνεται αποσπασματικά, αμφιθυμικά, πρωτόγονα και οπωσδήποτε απολύτως κοινοβουλευτικά, ωστόσο, υπό ορισμένες πολιτικές και κινηματικές προϋποθέσεις, αυτή η «γενική διάθεση» μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ριζοσπαστικών εξελίξεων, με αβέβαιη έκβαση μεν, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο ενδιαφερουσών από μια «καθαρή» ιδεολογική προετοιμασία ερήμην της κίνησης του λαϊκού παράγοντα˙ δεύτερον, αν και διαθέτουμε την πιο μαζική και αριστερή Αριστερά της Ευρώπης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική της πλευρά, αν δεν συνδεθεί οργανικά με το κίνημα, ωθώντας το και ωθούμενη από αυτό, στον αυτομετασχηματισμό σε αντισυστημικό κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, όσο αυξάνονται η εκλογική επιρροή της και τα ενδεχόμενα συμμετοχής της στην πολιτική εξουσία θα μειώνει το ριζοσπαστισμό και τις οριοθετήσεις της – τούτο όμως αντί να αποτελεί ευκαιρία για μία ακόμα καταγγελία του ρεφορμισμού πρέπει από τώρα να μας κινητοποιεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας εκείνων των κινηματικών και ιδεολογικοπολιτικών συνθηκών που θα φέρουν την Αριστερά στο κέντρο της κοινωνικής αντιπολίτευσης στην καπιταλιστική επίθεση, καθιστώντας την ελκυστική εναλλακτική λύση (με αυτή έννοια, το γνωστό αξίωμα «άλλο το κόμμα και άλλο τα κινήματα, γιατί τα δεύτερα διεκδικούν και το πρώτο τα εκπροσωπεί» είναι για πέταμα, γιατί έτσι το κόμμα καταδικάζεται στη γραφειοκρατία και τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τα κινήματα στην αποσπασματικότητα και το στείρο διεκδικητισμό)˙ τρίτον –και ίσως κυριότερο–, γιατί στις παρούσες συνθήκες, με την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στα αστικά κόμματα και την ανάδυση ενός πρωτόγνωρου γαλαξία κινηματικών αντιστάσεων, λαϊκών συνελεύσεων και πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, η συζήτηση «για μια και για ποια κυβέρνηση της Αριστεράς» αποτελεί εξαιρετικό όχημα (όχι βέβαια ως πλατφόρμα για την κοινή δράση των κινημάτων και το συντονισμό των αγώνων) για την εμβάθυνση της ιδεολογικοπολιτικής αναζήτησης σε ζητήματα που μέχρι τώρα απασχολούν ελάχιστα τόσο την Αριστερά όσο και τα κινήματα, όπως, π.χ., ποιο εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο μπορεί να εξασφαλίζει μια ανθρώπινη ζωή σε όλο τον πλανήτη σεβόμενο παράλληλα το περιβάλλον, ολιγαρκής αφθονία και υποανάπτυξη, κοινωνικά αγαθά, εθνικοποιήσεις και κεντρικός σχεδιασμός, κοινωνική αυτοοργάνωση, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, κοινοτικά συμβούλια και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί, διατροφική επάρκεια και κοινωνικός προστατευτισμός κ.λπ.
Με αυτά τα δεδομένα, ισχυρίζομαι ότι πρέπει να συμμετάσχουμε δημιουργικά στη σχετική συζήτηση με τα εξής κριτήρια-άξονες:
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην οποία δεν θα συμμετέχουν αστικά κόμματα. Αυτό δεν αποκλείει συνεργασία με «αντιμνημονιακά» τμήματα της κατακερματισμένης σοσιαλδημοκρατίας με την προϋπόθεση ότι θα αποδέχονται ένα πλήρες πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, δεν θα έχουν υπάρξει πρωτεργάτες της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ούτε καθάρματα στιλ Ραυτόπουλου και, όπως όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές εξάλλου, θα έχουν εκ των προτέρων καταθέσει την παραίτησή τους στη συλλογική ηγεσία του ψηφοδελτίου – δημοκρατία δεν σημαίνει συνενοχή στην αποστασία.
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς εκ των προτέρων δεσμευμένη ότι θα εφαρμόσει μια συγκεκριμένη δέσμη κοινωνικών μέτρων με κορμό την αποκατάσταση των λαϊκών εισοδημάτων, την κατάργηση αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νόμων, την ακύρωση περιβαλλοντοκτόνων έργων, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για τον πλήρη διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας και το δραστικό περιορισμό του ανεξέλεγκτου της αστυνομίας, του στρατού και της δικαιοσύνης, την επανακρατικοποίηση όλων των οργανισμών και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με κοινωνικό έλεγχο και προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της χώρας και τη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, την υψηλή φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και ακίνητης περιουσίας, την κοινωνικοποίηση των μεγάλων ΜΜΕ μέσω της απόδοσης της διεύθυνσης και της λειτουργίας τους σε συνεταιρισμούς των εργαζομένων σε αυτά, αποπέμποντας από την ιδιοκτησία τους τους εφοπλιστές και τους μεγαλοκατασκευαστές, την πάταξη της φοροδιαφυγής των πλουσίων με αυτόματη δήμευση περιουσιακών στοιχείων τους, το πάγωμα των στρατιωτικών δαπανών και την πλήρη διαγραφή του χρέους. Βασική προγραμματική δέσμευση μιας τέτοιας κυβέρνησης πρέπει να είναι ότι εφόσον η εξαγγελία ή η εφαρμογή τέτοιων μέτρων προκαλέσει την αποβολή της από την ευρωζώνη ή την ΕΕ θα προχωρήσει ή θα παραιτηθεί.
• Μια κυβέρνηση της Αριστεράς που πριν γίνει κυβέρνηση, δηλαδή από σήμερα, επιδιώκει να συνδιαμορφώσει με τα κοινωνικά κινήματα και τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους ένα τέτοιο πρόγραμμα μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, το οποίο επιδιώκει να εγκριθεί ως «πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας» από μια πανελλαδική λαϊκή εθνοσυνέλευση, αντιπρόσωποι της οποίας θα συμμετάσχουν στις εκλογικές λίστες με εγγύηση των κομμάτων της Αριστεράς ότι κατ’ αναλογία θα εκλεγούν. Μια τέτοια λαϊκή εθνοσυνέλευση εφόσον η Αριστερά μέσω εκλογών γίνει κυβέρνηση, συγκροτούμενη σε σώμα με εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους από εργατικά και τοπικά συμβούλια και στη συνέχεια από γεωγραφικές περιφέρειες και κλάδους παραγωγής, μπορεί να αποτελέσει βασικό θεσμό κοινωνικής αντιεξουσίας, ελέγχοντας την αριστερή κυβέρνηση και συρρικνώνοντας το ρόλο του αστικού κοινοβουλίου, κυρίως όμως ενισχύοντας την κοινωνική αυτοοργάνωση και την αντιπαράθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις δομές του αστικού κράτους. «Καμιά οικονομική δομή δεν μπορεί να αναπτυχθεί εν κενώ στη βάση των δικών της εσωτερικών νόμων. Κάτι τέτοιο θα αντίκειτο στην ίδια την έννοια την έννοια της ανάπτυξης, η οποία υπαγορεύει την απόρριψη των άλλων οικονομικών υποδειγμάτων, την υποταγή τους στο νέο υπόδειγμα και τελικά τη σταδιακή εξάλειψή τους», τονίζει ο εκ των ηγετών της ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης Πρεομπαζένσκι στα Νέα Οικονομικά, ενώ και ο Μαρξ είναι απόλυτα σαφής για το συνολικό συγκρουσιακό χαρακτήρα της δυαδικής εξουσίας στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Αν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να διαχωριστεί από τη λογική του κεφαλαίου, θα κατανοήσει ότι είναι αναγκασμένη να προχωράει ολοένα και πιο πέρα, να επιβάλλεται ακόμα περισσότερο στην παλιά κοινωνική τάξη, να αποσπά το κεφάλαιο από την αστική τάξη και να παραδίδει τα μέσα παραγωγής στον έλεγχο του κράτους».
Προφανώς, με τους παρόντες κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς, τον ασφυκτικό διεθνή περίγυρο και την κατάσταση της υπαρκτής Αριστεράς μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι συνολικά υλοποιήσιμη, είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμη τόσο από στρατηγική όσο και από τακτική πλευρά. Πιστεύω ότι η διαφορά της αντικαπιταλιστικής μεταβατικής λογικής με τον αντικαπιταλιστικό ρεφορμισμό και τον αντικαπιταλιστικό αριστερισμό έγκειται στο εξής: Ο μεν πρώτος μπορεί να συγκρούεται με το σύστημα, αλλά δεν έχει στον ορίζοντά του την τελική αναμέτρηση με αυτό, άρα δεν οικοδομεί τις αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες από σήμερα για την κοινωνική χειραφέτηση και την υπέρβαση του καπιταλισμού, ο δε δεύτερος ασφαλώς και συγκρούεται με το σύστημα, όμως στο πλαίσιο κυρίως συσσώρευσης δυνάμεων για την τελική αναμέτρηση, υποτιμώντας ή αγνοώντας ότι η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να προέλθει μόνο από την προϋπάρχουσα κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας του και τη χειραφετητική δράση των υποτελών τάξεων μέσα από αυτοοργανωμένες και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές. Αντίθετα, η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, έχοντας υπόψη τα προηγούμενα και ξεπερνώντας την αντίληψη του κόμματος-επιτελείου, είτε με τη μορφή του κόμματος μαζών είτε με την αντίστοιχη του κόμματος στελεχών (και προφανώς μακράν της αναρχικής εσχατολογίας και του σχετικιστικού αναρχοσυνδικαλισμού), επιδιώκει τη σύνδεση με το πραγματικό επίπεδο συνείδησης των πλέον καταπιεσμένων αλλά και μαχητικών τμημάτων των κυριαρχούμενων τάξεων, μέσω της ενότητας στη δράση, ενώ παράλληλα προσπαθεί, μέσω της δικής τους συντονισμένης αυτοοργάνωσης και της δικής της οργανωμένης διάχυσης να αυτομετασχηματιστούν σε ανατρεπτική υποκειμενικότητα, στην οποία αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις υποδομής του κινήματος (και όχι του κράτους), όπως ο εργατικός έλεγχος, θα δίνουν σάρκα και οστά σε κοινωνικά αιτήματα όπως «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αποτελώντας ταυτόχρονα μορφωτική διαδικασία για την πραγμάτωση της λαϊκής αυτεξουσίας. «Αυτοδιοίκηση των παραγωγών, μια επανάκτηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία ως έκφραση της λειτουργίας της» τονίζει ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία για την Παρισινή Κομμούνα και θεωρώ ότι η αντικαπιταλιστική μεταβατική λογική, παρότι πολύ μειοψηφική στην Αριστερά και το κοινωνικό κίνημα, είναι η μόνη που μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει ή και να αποσεχταριοποιήσει την πρώτη και παράλληλα να ενισχύσει την κοινωνική αυτοοργάνωση και την κοινωνική αντιεξουσία.
Μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική πολιτική ενάντια στην ΕΕ
Η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, με την Ένωση Χάλυβα και Άνθρακα, είχε τους εξής στόχους: Τη διαχείριση του ενδοευρωπαϊκού καπιταλιστικού ανταγωνισμού που οδήγησε την ανθρωπότητα σε δύο παγκόσμιους πολέμους, τη (σχετική έστω) εξισορρόπηση με το βορειοαμερικανικό καπιταλισμό, το δραματικό περιορισμό των αγορών και της ισχύος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού από την έκρηξη των μεταπολεμικών αντιαποικιακοκρατικών επαναστάσεων και τη δημιουργία νέων συνθηκών εκμετάλλευσης και ελέγχου της περιφέρειας, με κύριο εργαλείο το δανεισμό και το βρόχο του χρέους, και βεβαίως την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ, στο άρμα της οποίας προσδένονται μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Πρόκειται εξαρχής για μια διαδικασία καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, η οποία κλιμακώνεται τις επόμενες δεκαετίες, στη φάση της ΕΟΚ, μέσω κυρίως της συμμετοχής της πλειονότητας των ευρωπαϊκών αστικών κρατών και της δημιουργίας νεοαποικιακών σχέσεων εκμετάλλευσης με την περιφέρεια, ιδιαίτερα την Αφρική, για να απογειωθεί μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στις νέες συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε ολοκληρωμένο, ως προς τη δομή και όχι απλώς τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ, καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η νομισματική ένωση, η ευρωαστυνομία και ο ευρωστρατός, η ποιοτική αναδιάρθρωση των σχέσεων εκμετάλλευσης τόσο στο εξωτερικό όσο, πλέον, και στο εσωτερικό της ΕΕ, κυρίως όμως ο κεντρικός σχεδιασμός και οι μηχανισμοί πολιτικής επιβολής των νέων σχέσεων εκμετάλλευσης ανταποκρίνονται πλήρως σε αυτό που ο Λένιν όριζε ως «ιμπεριαλισμός ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού» στο ομώνυμο βιβλίο του.
Με αυτή την έννοια, στόχος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να είναι η διάλυση της ΕΕ στην προοπτική δημιουργίας μιας Κοινότητας των Λαών της Ευρώπης και της Μεσογείου. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η «Ενωμένη Ευρώπη» ουδέποτε υπήρξε «το κοινό μας σπίτι» ή «ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης της ταξικής πάλης» (τα κινήματα ουδέποτε χρειάστηκαν τη συμμετοχή των χωρών τους σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς θεσμούς για να αναπτυχθούν και να αλληλοτροφοδοτηθούν – το απέδειξε περίτρανα το επαναστατικό κύμα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, και όχι μόνο), αλλά κυρίως επειδή η ΕΕ αποτελεί πλέον το διευθυντικό όργανο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και των επιμέρους αρχουσών τάξεων και εθνικών κρατών για τη μετάβαση με όχημα την κρίση σε ολοκληρωτικές μορφές καπιταλισμού και «κινεζοποίησης». Εξάλλου, ο στόχος της διάλυσης της ΕΕ είναι αναγκαίος για τη χειραφέτηση των ευρωπαϊκών κοινωνικών κινημάτων από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και εκβιασμούς, το συντονισμό των αγώνων τους, τον απεγκλωβισμό τους από τον τοπικισμό και τη διεθνιστική συνάντησή τους σε κοινούς ευρωπαϊκούς αγώνες. Αν, λοιπόν, η αντικαπιταλιστική Αριστερά θεωρεί ότι το εθνικό αστικό κράτος δεν μεταρρυθμίζεται από την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά από την από την από τα κάτω διάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης και των δομών εξουσίας, τούτο ισχύει πολλαπλάσια για την ΕΕ και η αγκύλωση στον «εκδημοκρατισμό της ΕΕ» και την «κοινωνική Ευρώπη» λειτουργεί πλέον ανασταλτικά και για την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων σε εθνική κλίμακα.
Εντούτοις, διαφωνώ με την άποψη για αποδέσμευση από την ΕΕ, εκτός αν προκύψει μέσα από την εφαρμογή μιας αντικαπιταλιστικής μεταβατικής πολιτικής, όπως περιγράφω στο προηγούμενο κεφάλαιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Διαφωνώ κυρίως επειδή η πρόταξη του στόχου της αποδέσμευσης ή η προβολή της ως συμπύκνωσης της ρήξης με τον καπιταλισμό έχει τα εξής προβλήματα: Πρώτον, συσκοτίζει τον πυρήνα της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής που είναι πρωτίστως η σύγκρουση με το «δικό μας» καπιταλισμό και το «δικό μας» αστικό κράτος. Έτσι, ακόμα κι αν προβάλλεται με απολύτως αριστερή επιχειρηματολογία καλλιεργεί (τις διαδεδομένες) αυταπάτες του τύπου «μόνοι μας είμαστε καλύτερα», ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι παλιότερα ήμασταν καλύτερα όχι επειδή ήμασταν μόνοι, αλλά γιατί οι δυνατότητες του καπιταλισμού και, κυρίως, ο διεθνής και εθνικός ταξικός συσχετισμός ήταν ευνοϊκότερος για τα λαϊκά στρώματα. Δεύτερον, γιατί η πολιτική της αποδέσμευσης, ως αιχμή της αναχαίτισης της καπιταλιστικής επίθεσης και όχι ως αναπόφευκτο τμήμα μιας ήδη εν κινήσει αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο, μοιραία αναγκάζεται, ακόμα κι αν προβάλλεται από διεθνιστικά ρεύματα, να καταφύγει στο φτωχό –και εντέλει εθνοκεντρικό και ρεφορμιστικό– ιδεολογικό οπλοστάσιο της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και των θεωριών περί εξάρτησης. Προφανώς, δεν εννοώ ότι η διάλυση της ΕΕ θα προέλθει από την ταυτόχρονη σοσιαλιστική μετάβαση των ευρωπαϊκών χωρών («η επανάσταση εκδηλώνεται στο εθνικό πεδίο, εξαπλώνεται στο διεθνή στίβο και ολοκληρώνεται σε παγκόσμια κλίμακα» επισημαίνει ο Τρότσκι, επειδή ακριβώς όπως η καπιταλιστική ανάπτυξη έτσι και η αντικαπιταλιστική μετάβαση «έχουν ανισόμετρο αλλά και συνδυασμένο χαρακτήρα»). Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η πολιτική της αποδέσμευσης χωλαίνει τόσο από διεθνιστική σκοπιά, ρέποντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη και στον προοδευτικό ρόλο τμημάτων της εθνικής αστικής τάξης, όσο και από ταξική σκοπιά, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Με το ίδιο σκεπτικό είμαι κατά του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Βεβαίως το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αντίθετα αποτελεί βασικό εργαλείο καπιταλιστικής υπερεκμετάλλευσης εντός και εκτός ΕΕ και ιμπεριαλιστικής καταλήστευσης αντίστοιχα (απλώς υπενθυμίζω τον εξαναγκασμό χωρών να εξάγουν αμειβόμενες με την αξία του εθνικού τους νομίσματος και να εισάγουν πληρώνοντας σε ευρώ, τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών εντός ΕΕ κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον προβληματική η επιμονή πολλών αριστερών διανοουμένων στη συνοχή της ευρωζώνης και η κινδυνολογία τους για το ενδεχόμενο αποβολής της Ελλάδας από αυτή. Από την άλλη, η προβολή της άποψης για επιστροφή στη δραχμή, πέραν των προβλημάτων που ανέφερα στην κριτική της αποδέσμευσης, αναγκαστικά εμφανίζει την καπιταλιστική κρίση σαν κρίση χρέους, συσκοτίζοντας κοινωνικά και ταξικά επίδικα πρωταρχικής σημασίας για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και συμπλέοντας με συντηρητικά πατριωτικά ρεύματα.
Ισχυρίζομαι ότι για την αντικαπιταλιστική διεθνιστική Αριστερά το ζήτημα του νομίσματος (όπως και της ΕΕ) εντάσσεται στη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής μετάβασης στο εθνικό πεδίο και της σοσιαλιστικής μετάβασης σε διεθνικό επίπεδο (ας μην ξεχνάμε ότι σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα δεν γίνεται, εκτός αν μιλάμε για «καπιταλισμό του κράτους ως στάδιο για το σοσιαλισμό», «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και άλλα τέτοια ευτράπελα και παρωχημένα). Επομένως, η προβολή εναλλακτικών μεταβατικών προτάσεων, όπως το κοινό νόμισμα χωρών του ευρωπαϊκού νότου και της βόρειας Μεσογείου ή η δημιουργία ενώσεων που θα ευνοούν τη συνεργασία και την αλληλεγγύη ενάντια στην καταλήστευση και τους εκβιασμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών, είναι πολύ λειτουργικότερη για το συντονισμό των κινημάτων και των λαών, καθώς και για τον απεγκλωβισμό της Αριστεράς από τις ατελείς –και αδιέξοδες– αφηγήσεις του αντικαπιταλιστικού ευρωπαϊσμού και του αντικαπιταλιστικού εθνοκεντρισμού.
Νίκος Γιαννόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου